Επικοινωνία Εκτύπωση English

ΔΗΜ. ΚΑΡΑΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
Αναφορές για το παιδί στην Ιπποκρατική Συλλογή
 
Ανακοινώθηκε στο Διεθνές Ιπποκράτειο Ιδρυμα Κω,
«Ιπποκρατική Ιατρική: Χθες-Σήμερα-Αύριο», Κως 25-28 Μαϊου 2007
 
Το άρθρο σε αρχείο PDF 



Τα κείμενα της Ιπποκρατικής Συλλογής διερευνήθηκαν και καταγράφηκαν τα χωρία εκείνα που κάνουν ναφορά στο παιδί. Οι παραπομπές που παρατίθενται λαμβάνονται από την έκδοση των έργων του Ιπποκράτους του E. Littre, στην έκδοση του ΄Α. Μαρτίνου, με τίτλο Ιπποκράτης, Απαντα τα έργα, Αθήνα , μετάφρασις υπό Καίσαρος Εμμανουήλ και Εισαγωγή εις τον Ιπποκράτην, Προεισαγόμενα εις έκαστον έργον της Ιπποκρατείου Συλλογής, Ιπποκρατείων έργων εκδόσεις και Ιπποκρατική Βιβλιογραφία υπό Γεωργίου Κ. Πουρναροπούλου καθώς και στα σχετικά έργα του καθηγητού Δ. Λυπουρλή.

Μνημονεύονται σχετικές αναφορές στο παιδί, που εντοπίσθηκαν στην Ιπποκρατική Συλλογή:

 

1.Η Νοσολογία του παιδιού ανάλογα με την ηλικία αναφέρεται στο έργο «Αφορισμοί, Τμήμα Τρίτον 24-29». Συγκεκριμένα σημειώνεται ότι στα βρέφη εμφανίζονται άφθες, έμετοι, βήχες, αϋπνίες, τρόμοι, φλεγμονές του ομφαλού, διαπυήσεις των ώτων. Στη συνέχεια με την οδοντοφυία ερεθισμοί των ούλων, πυρετοί, σπασμοί, διάρροιες, ιδίως όταν φυτρώνουν οι κυνόδοντες. Αργότερα αμυγδαλίτιδες, άσθματα, λιθιάσεις, έλμινθες, ασκαρίδες, οιδήματα κοντά στα αυτιά, κρεατοελιές και άλλα οιδήματα ακόμη. Στην ηλικία που πλησιάζει την ήβη, πολλές από τις προηγούμενες αρρώστιες, μακροχρόνιοι πυρετοί και επιστάξεις:

«Τοίσι μεν σμικροίσι και νεογνοίσι παιδίοισιν, άφθαι, έμετοι, βήχες, αγρυπνίαι, φόβοι, ομφαλού φλεγμοναί, ώτων υγρότητες.

Προς δε το οδοντοφυέειν προσάγουσιν, ούλων οδαξησμοί, πυρετοί, σπασμοί, διάρροιαι, και μάλιστα όταν ανάγωσι τους κυνόδοντας, και τοίσι παχυτάτοισι των παίδων, και τοίσι σκληράς τας κοιλίας έχουσιν.

Πρεσβυτέροισι δε γενομένοισι, παρίσθμια, σπονδύλου του κατά το ινίον είσω ώσιες, άσθματα, λιθιάσεις, έλμινθες στρογγύλα, ασκαρίδες, ακροχορδόνες, σατυριασμοί, χοιράδες και άλλα φύματα, μάλιστα τα προειρημένα.

Τοίσι δε έτι πρεσβυτέροισι και προς την ήβην προσάγουσι, τουτέων τε τα πολλά, και πυρετοί χρόνιοι μάλλον, και ρινών αίματος ρύσιες».

 

Τονίζεται ωστόσο πως όσες αρρώστιες επιμένουν και δεν εξαφανίζονται κατά την εφηβική ηλικία των αγοριών και στα κορίτσια κατά την εποχή της εμμήνου ρύσεως, παρατείνονται συνήθως σε όλη τους τη ζωή:

«Όσα δ' αν διαμείνη τοίσι παιδίοισι και μη απολυθή περί το ηβάσκειν, ή τήσι θηλείησι περί τας των καταμηνίων ρήξιας, χρονίζειν είωθεν».

 

Γίνεται αναφορά και στα νοσήματα των νέων, στους οποίους επικρατεί κυρίως η φυματίωση, η επιληψία:

«Τοίσι δε νεανίσκοισιν, αίματος πτύσιες, φθίσιες, πυρετοί οξέες, επιληψίαι, και τάλλα νουσήματα, μάλιστα δε τα προειρημένα» (29).

 

Στο έργο «Κωακαί προγνώσεις 502» αναγράφονται οι αρρώστιες που εμφανίζονται κυρίως μετά την εφηβική ηλικία και τονίζεται ότι δεν επισυμβαίνουν στα παιδιά πριν από την ήβη, περιπνευμονία, πλευρίτιδα, αρθριτικά, νεφρίτις, οι κιρσοί γύρω από τις κνήμες, η έμμηνος ρύση, ο μη συγγενής καρκίνος, η μη συγγενής λεύκη, ο κατάρρους του νωτιαίου μυελού, οι αιμορροϊδες, ο μη συγγενής ειλεός:

«Τα δε προ ήβης ου γίνεται νοσήματα, περιπλευμονικά, πλευριτικά, ποδαγρικά, νεφρίτις, κιρσός περί κνήμην, ρους αιματηρός, καρκίνος μη σύμφυτος, λεύκη μη συγγενής, κατάρρους νωτιαίος, αιμορροϊς, μη σύμφυτος χορδαψός. Τούτων των νοσημάτων προ ήβης ου χρή προσδέχεσθαι γενησόμενον ουδέν».

 

2. Η ουρολιθίαση με την αιτιολογία της και την συμπτωματολογία της μνημονεύεται σε έργα της Ιπποκρατικής Συλλογής:

Στο «Περί αέρων, υδάτων και τόπων, 9», επισημαίνεται ότι η οι λίθοι σχηματίζονται από το γάλα, όταν δεν είναι υγιεινό. Μάλιστα επισημαίνεται ότι όταν υπάρχει απόφραξη και αδυναμία ουρήσεως στα αγόρια τότε αυτά τραβούν τα γεννητικά τους όργανα. Ακόμη τονίζεται ότι στα κορίτσια δεν σχηματίζονται λίθοι στην ουροδόχο κύστη, διότι η ουρήθρα έχει ευθεία πορεία και είναι βραχεία στο μήκος, με αποτέλεσμα να αποβάλλονται οι λίθοι, όταν αρχίσουν να σχηματίζονται. Επί πλέον υπογραμμίζεται ότι τα κορίτσια δεν έλκουν τα γεννητικά τους όργανα όπως τα αγόρια:

«Και οκόταν ουρέη, προς τον στόμαχον της κύστεως προσπίπτει υπό του ούρου βιαζόμενον, και κωλύει ουρέειν, και οδύνην παρέχει ισχυρήν, ώστε τα αιδοία τρίβουσι και έλκουσι τα παιδία τα λιθιώντα. Δοκέει γαρ αυτέοισι το αίτιον ενταύθα είναι της ουρήσεως...Γίγνεται δε παισί και από του γάλακτος, ήν μη υγιηρόν ή, αλλά θερμόν τε λίην και χολώδες. Την γαρ κοιλίην διαθερμαίνει και την κύστιν, ώστε το ούρον ξυγκαιόμενον ταύτα πάσχειν. Και φημί άμεινον είναι τοίσι παιδίοισι τον οίνον ως υδαρέστατον διδόναι. Ήσσον γαρ τας φλέβας ξυγκαίει και ξυναυαίνει. Τοίσι δε θήλεσι λίθοι ου γίγνονται ομοίως. Ο γαρ ουρητήρ βραχύς εστιν ο της κύστεως και ευρύς, ώστε βιάζεσθαι το ούρον ρηιδίως. Ούτε γαρ τη χειρί τρίβει το αιδοίον ώσπερ το άρσεν, ούτε άπτεται του ουρητήρος».

 

Επίσης για το σχηματισμό των ουρολίθων γίνεται αναφορά στο «Περί φύσιος ανθρώπου, 12» όπου τονίζεται ότι από την θερμότητα της ουροδόχου κύστεως δημιουργούνται οι λίθοι:

«Γίνονται δε και οι λίθοι τοίσι παιδίοισι δια την θερμότητα του χωρίου τε τουτέου και του όλου σώματος».

 

Ακόμη και στο «Περί νούσων Τό τέταρτον 55» επισημαίνεται ότι οι λίθοι σχηματίζονται από το γάλα της τροφού, όταν δεν είναι καθαρό, λόγω της μη καλής της διατροφής διευκρινίζοντας ότι κάθε τί που περνάει στην κοιλιά βοηθάει να γίνει το γάλα:

«Περί δε της λιθίδος, αρχή μεν εγγίνεται από του γάλακτος τη νούσω, επήν το παιδίον θηλάζη γάλα μη καθαρόν, το δε γάλα γίνεται εν τη τροφώ ου καθαρόν, επήν φλεγματώδεσι τροφήσι και σιτίοισι και ποτοίσι χρήται μη καθαροίσιν. Ξυμβλάλλεται γαρ πάντα τα ες την κοιλίην πίπτοντα ες το γάλα».

 

Στη συνέχεια περιγράφεται ο τρόπος σχηματισμού των λίθων στην κύστη από το γάλα παρομοιάζοντας με τον σχηματισμό του ιζήματος σε κύπελλο με ακάθαρτο νερό «ούτω και εν τη κύστει από του ούρου, μη καθαρού όντος». Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ερμηνεύει το σχηματισμό του λίθου στην κύστη: Το ίζημα που δημιουργείται παραμένει στην κύστη και αρχικά είναι σαν άμμος και σταδιακά στερεοποιείται με τη βλέννα που βρίσκεται στην κύστη και μετά γίνεται σαν την πέτρα. Μάλιστα φέρνει και παράδειγμα το σχηματισμό του σιδήρου όταν θερμαίνεται το χώμα με τις πέτρες, που αφού κολλήσουν με τη σκουριά μετά τη θέρμανση ο σίδηρος στερεοποιείται και συμπυκνώνεται. Το ίδιο συμβαίνει με το ίζημα στην κύστη «και ο λίθος γίνεται τρόπω τοιώδε από του γάλακτος εν τη κύστει». Σημειώνεται ακόμη ότι σε μεγαλύτερη ηλικία σχηματίζεται ο λίθος, επειδή το παιδί έχει συνηθίσει να τρώει χώμα.

 

Συμπληρώνεται και η συμπτωματολογία που παρουσιάζεται κατά την λιθίαση της ουροδόχου κύστεως, πόνος κατά την ούρηση, δυσκολία αποβολής ούρων, τα οποία είναι αιματηρά λόγω φυσικά του τραυματισμού, η συνοδεύουσα φλεγμονή και η αποβολή πολλές φορές ψάμμου:

«Σημήια δε η νούσος έχει πέντε. Επήν τε ουρήσαι θέλη, πονέεται, και το ούρον κατ' ολίγον ρέει ώσπερ στραγγουρικοίσι, και έστιν ύφαιμον οία της κύστεως ηλκωμένης υπό του λίθου, και η κύστις φλεγμαίνει. Αλλά τούτο μεν αφανές. Σημήιον δε ακροποσθίη. Έστιν ότε διουρέεται ψαμμώδεα».

 

Και για την λοίμωξη της ουροδόχου κύστεως γίνεται αναφορά στο «Προγνωστικόν 19», τονίζοντας ότι υπάρχει πόνος, επίμονος πυρετός, που μπορούν να επιφέρουν και τον θάνατο. Βελτιώνεται ο ασθενής με μία διούρηση από ούρα που είναι με πύο και ένα ίζημα λευκό και ομαλό. Όμως εάν η ουροδόχος κύστη δεν μαλακώνει και ο πυρετός εξακολουθεί τότε επέρχεται ο θάνατος, που συμβαίνει κυρίως σε παιδιά επτά έως δεκαπέντε ετών:

«Κύστιες δε σκληραί τε και επώδυνοι δειναί μεν παντελώς και ολέθριαι. Ολεθριώτεραι δε οκόσαι ξυν πυρετώ ξυνεχεί γίγνονται. Και γαρ οι απ' αυτέων των κύστιων πόνοι ικανοί αποκτείναι. Και αι κοιλίαι ου διαχωρέουσιν εν τουτέω τω χρονω, ει μη σκληρά τε και προς ανάγκην. Λύει δε ούρον πυώδες ουρηθέν, λευκήν και λείην έχον την υπόστασιν. Ην δε μήτε το ούρον μηδέν ενδιδοίη, μήτε η κύστις μαλάσσοιτε, ό τε πυρετός ξυνεχής ή, εν τήσι πρώτησι περιόδοισι του νοσήματος ελπίς τον αλγέοντα απολέσθαι. Ο δε τρόπος ούτος άπτεται των παιδίων μάλιστα των επταετέων, έως αν ες τα πεντεκαίδεκα έτεα γένωνται».

 

3. Για τους σπασμούς, που συνοδεύονται με πυρετό, οι λεγόμενοι πυρετικοί σπασμοί, καταχωρίζεται κείμενο στο έργο «Προγνωστικόν, 24». Εχουμε την πρώτη ίσως αναφορά της νοσολογικής αυτής οντότητος. Τονίζεται ότι μέχρι την ηλικία των επτά ετών οι σπασμοί με υψηλό πυρετό είναι συχνοί χωρίς βλάβη της υγείας του παιδιού. Τα μεγαλύτερα παιδιά και οι ενήλικες δεν παρουσιάζουν σπασμούς κατά τον πυρετό, εκτός βέβαια από εκείνες τις σοβαρές καταστάσεις που χαρακτηρίζουν τις «φρενίτιδες», δηλαδή τις μηνιγγίτιδες:

«Τοίσι δε παιδίοισι σπασμοί γίγνονται, ήν ο πυρετός οξύς ή, και η γαστήρ μη διαχωρέη, και αγρυπνέωσι τε και εκπλαγέωσι, και κλαυθμυρίζωσι, και το χρώμα μεταβάλλωσι, και χλωρόν ή πελιόν ή ερυθρόν ίσχωσιν. Γίγνεται δε ταύτα εξ ετοιμοτάτου μεν τοίσι παιδίοισι τοίσι νεωτάτοισιν ες τα επτά έτεα. Τα δε πρεσβύτερα των παιδίων και οι άνδρες ουκ έτι εν τοίσι πυρετοίσιν υπό των σπασμών αλίσκονται, ήν μη τι των σημείων προσγένηται των ισχυροτάτων τε και κακίστων, οία περ εν τήσι φρενίτισι γίγνεται».

 

Παρόμοια γράφονται και στο έργο «Επιδημιών το Πρώτον 4» ότι στα παιδιά σε πυρετικές καταστάσεις εκδηλώθηκαν σπασμοί, χωρίς όμως δυσάρεστα επακόλουθα σε αυτά, εκτός βέβαια αν προϋπήρχε κάποια σοβαρή βλάβη από άλλη αιτία:

«Σπασμοί δε πουλλοίσι, μάλλον δε παιδίοισιν, εξ αρχής. Και επύρεσσον, και επί πυρετοίσιν εγίνοντο σπασμοί. Χρόνια μεν τοίσι πλείστοισι τουτέων, αβλαβέα δε, ει μη τοίσι και εκ των άλλων πάντων ολεθρίως έχουσιν».

 

Επίσης και στο έργο «Κωακαί προγνώσεις 350, 351» χαρακτηριστικά τονίζεται ότι ενώ η εμφάνιση σπασμών σε πυρετό είναι ολέθριο συμβάν, το γεγονός αυτό έχει πολύ μικρή σημασία στα παιδιά και ότι άνω των επτά ετών οι άνθρωποι δεν κυριεύονται από σπασμούς κατά τον πυρετό:

«Σπασμός επί πυρετώ γενόμενος, ολέθριον, ήκιστα δε παιδίοισιν. Οι πρεσβύτεροι επτά ετέων εν πυρετώ ουχ αλίσκονται υπό σπασμού. Ει δε μη, ολέθριον».

 

Ακόμη στο έργο «Κωακαί προγνώσεις 108» σημειώνεται ότι στα παιδιά προαναγγέλλονται σπασμοί όταν επισυμβαίνει πυρετός υψηλός με επίσχεση κοπράνων, λακτίσματα, ερύθημα του προσώπου:

«Παδίοισιν οξύς πυρετός και κοιλίης επίστασις μετά αγρυπνίης, και το εκλακτίζειν, και το χρώμα μεταβάλλειν, και ίσχειν έρευθος, σπασμώδες».

 

 

4. Για την επιληψία αφιερώνεται ιδιαίτερο έργο με τίτλο «Περί ιερής νούσου», στο οποίο υποστηρίζει ότι η πάθηση αυτή δεν έχει θεία προέλευση, αλλά φυσική αιτία όπως και οι άλλες ασθένειες:

«Το δε νούσημα τούτο ουδέν τι μοι δοκέει θειότερον είναι των λοιπών, αλλά φύσιν μεν έχενι ήν και τα άλλα νουσήματα», (Περί ιερής νούσου 2).

 

Η αιτία της νόσου αποδίδεται σε βλάβη του εγκεφάλου:

«Αλλά γαρ αίτιος ο εγκέφαλος τούτου του πάθεος» (Περί ιερής νούσου 3).

 

Περιγράφεται η συμπτωματολογία του ασθενούς, που γίνεται άφωνος και πνίγεται, βγάζει αφρούς από το στόμα, τρίζουν τα δόντια του, συσπώνται τα χέρια, τα μάτια αλληθωρίζουν, χάνει την επαφή με το περιβάλλον και μερικές φορές έχει απώλεια κοπράνων:

«Άφωνος τε γίνεται και πνίγεται και αφρός εκ του στόματος εκρέει και οι οδόντες συνηρείκασι, και αι χείρες συσπώνται, και τα όμματα διαστρέφονται, και ουδέν φρονέουσιν, ενίοισι δε και υποχωρέει η κόπρος κάτω», ( Περί ιερής νούσου 7).

 

Τονίζεται ότι τα μικρά παιδιά όταν προσβληθούν από τη νόσο αυτή, πεθαίνουν πολλά στην περίπτωση που η ρύση είναι άφθονη και γεμάτη υγρασία:

«Και οκόσα μεν παιδία σμικρά κατάληπτα γίνεται τη νούσω ταύτη, τα πολλά αποθνήσκει, ήν πουλύ το ρεύμα επιγένηται και νότιον έη» (Περί ιερής νούσου 8).

 

Οι λόγοι της επιληψίας στα παιδιά παρατίθενται στο «Περί ιερής νούσου 10», όπου σημειώνεται ότι η ρύση και η τήξη των υγρών επισυμβαίνει όταν θερμανθεί το κεφάλι από τον ήλιο ή την φωτιά και αιφνιδίως ο εγκέφαλος αισθανθεί ρίγος. Τότε εκκρίνεται η βλέννα, που υγροποιείται από τη θερμότητα και δημιουργείται η ρύση. Ακόμη η αρρώστια μπορεί να εκδηλωθεί εάν τρομάξει το παιδί, ακούγοντας κάποιον να φωνάζει ή εάν κλαίγοντας δεν μπορεί να αναπνεύσει, κατάσταση, όπως σημειώνεται, συμβαίνει συχνά σε αυτήν παιδική ηλικία, είναι το χαρακτηριζόμενο σήμερα ως κράτημα της αναπνοής.

 

Επισημαίνεται ότι οι άρρωστοι προαισθάνονται τους παροξυσμούς και κρύβονται για να μην τους δουν άλλα πρόσωπα και όχι γιατί φοβούνται το δαιμόνιο που τους δυναστεύει. Παράδειγμα φέρνει τα παιδιά τα οποία προαισθάνονται την εισβολή της αρρώστιας και τρέχουν κοντά στη μητέρα τους, από τον τρόμο που δοκιμάζουν:

«Τα δε παιδάρια το μεν πρώτον πίπτουσιν όπη αν τύχωσιν υπό αηθίης. Όταν δε πλεονάκις κατάληπτοι γένωνται, επειδάν προαίσθωνται, φεύγουσι παρά τας μητέρας ή παρά άλλον όντινα μάλιστα γινώσκουσιν, υπό δέους και φόβου της πάθης. Το γαρ αισχύνεσθαι παίδες όντες ούπω γινώσκουσιν», (Περί ιερής νούσου 12).

 

Και σε άλλα έργα γίνεται αναφορά στην επιληψία. Στο έργο «Αφορισμοί, Τμήμα Πέμπτον 7» επισημαίνεται ότι η επιληψία που φανερώνεται πριν από την εφηβική ηλικία μπορεί να θεραπευθεί, ενώ αν εμφανισθεί αργότερα τότε συνοδεύει όλη τη ζωή του ανθρώπου:

«Τα επιληπτικά οκόσοισι προ της ήβης γίνεται, μετάστασιν έσχει. Οκόσοισι δε πέντε και είκοσιν ετέων γίνεται, τουέτοισι τα πολλά ξυναποθνήσκει».

 

Παρόμοια και στο έργο «Προρρητικόν Δεύτερον 9, 10» παρατηρείται ότι αν έχουν την νόσο από μικρή ηλικία δύσκολα απαλλάσσονται από αυτήν:

«Των δ’ υπό της ιερής νόσου λαμβανομένων χαλεπώτατοι μεν εξίστασθαι, οκόσοισιν αν από παιδός ξυμβήσηται και συνανδρωθή το νόσημα».

 

Στη συνέχεια τονίζεται ότι στα απαριθμούμενα συμπτώματα προηγείται η «ιερή νόσος», «τούτοισι πάσιν ειδέναι ότι η νούσος προεγένετο προ τούτων απάντων» (10).

 

Στο «Περί αέρων, υδάτων τόπων 3», όπου για την πόλη που είναι εκτεθειμένη στους θερμούς ανέμους, σημειώνεται ότι στα παιδιά παρουσιάζονται σπασμοί και δύσπνοια, που νομίζουν ότι προκαλούνται από τη αρρώστια του παιδιού, δηλαδή την επιληψία:

«Τοίσι τε παιδίοισιν επιπίπτειν σπασμούς και άσθματα ά νομίζουσι το παιδίον ποιέειν και ιερήν νούσιν είναι».

 

Στο έργο «Επιδημιών το Εβδομον 46» γίνεται αναφορά σε ένα παιδί με επιληπτικούς σπασμούς, που έστρεφε τριγύρω τα βλέμματα όταν έπαυσαν οι σπασμοί, χωρίς να έχει συνείδηση του εαυτού του. Οι σπασμοί επαναλήφθηκαν τις επόμενες ημέρες, αλλά την έκτη ημέρα έπαυσαν και έκτοτε δεν παρουσιάσθηκαν:

«Τω Ανεχέτω ταυτά. Χειμώνος εν βαλανείω προς περί χριόμενος εθερμάνθη, και παραχρήμα περιέπεσεν επιληπτικοίς σπασμοίς. Επεί δ' ανήκαν οι σπασμοί, περιέβλεπε, ου παρά εαυτώ ήν. Επεί δε εντός εωυτού εγένετο, πάλιν τη υστεραίη πρωί ελήφθη. Σπασμώδης. Αφρός δε ου πάνυ. Και τρίτη άκροπις. Και τετάρτη επεσήμανε τη γλώσση, έπταιεν, ουχ οίος τε ήν λέγειν, αλλ' έσχετο εν τήσιν αρχήσι των ονομάτων. Και τη πέμπτη γλώσσα σφοδρά, και ο σπασμός επεγένετο, και εκτός εωυτού εγένετο. Ότε δε ηνίει, η γλώσσα μόγις αποκαθίστατο εις τωυτό. Εκταίω αποσχομένω πάντων, και ροφήματος και ποτού, ουδέν. Και ουκ έτι ελάμβανεν».

 

Παρόμοια και στο «Επιδημιών το ΄Εβδομον 106» μνημονεύεται μία περίπτωση παιδιού, που είχε για δύο μήνες εξάνθημα στα πόδια, στη μέση, στο υπογάστριο και οιδήματα, που όταν όλα αυτά έπαυσαν, εμφανίσθηκαν επιληπτικοί σπασμοί χωρίς πυρετό για πολλές ημέρες με αποτέλεσμα τον θάνατο του παιδιού:

«Τω Τιμώνακτος παιδίω ως διμηναίω εξανθήματα εν σκέλεσι και εν ισχίοισι, οσφύϊ, υπογαστρίω και οιδήματα σφόδρα ενερευθή. Καταστάντων δε τούτων, σπασμοί και επιληπτικά εγένοντο άνευ πυρετών ημέρας πολλάς, και ετελεύτησεν».

 

Για την απαλλαγή από τη επιληψία επισημαίνεται στο «Αφορισμοί, Τμήμα Δεύτερον 45», ότι θα συμβεί με την πάροδο της ηλικίας και την μεταβολή του τόπου διαμονής και του τρόπου ζωής:

«Των επιληπτικών τοίσι νέοισιν απαλλαγήν αι μεταβολαί μάλιστα της ηλικίης, και των χωρίων, και των βίων ποιέουσιν».

 

5. Για την κύφωση της σπονδυλικής στήλης γίνεται μνεία στο έργο της Ιπποκρατικής Συλλογής «Περί άρθρων 41», όπου αναφέρονται και οι κλινικές της εκδηλώσεις. Συγκεκριμένα τονίζεται ότι όταν η κύφωση παρουσιάζεται κατά την παιδική ηλικία, που δεν έχει ακόμη συμπληρωθεί η ανάπτυξη του σώματος, ενώ τα χέρια και τα πόδια αναπτύσσονται τέλεια, αλλά είναι ισχνότερα η σπονδυλική στήλη δεν αυξάνεται ανάλογα. Ομοίως οι πλευρές δεν αναπτύσσονται κατά πλάτος, αλλά προς τα εμπρός με αποτέλεσμα το στήθος να γίνεται μυτερό και να παρουσιάζονται δύσπνοια και βραχνάδα, διότι οι κοιλότητες του θώρακος δεν έχουν την ανάλογη ευρυχωρία:

«Και οίσι μεν κυφούται ράχις παισίν εούσι, πριν ή το σώμα τελειωθήναι ες αύξησιν, τουτέοισι μεν ουδέ ξυναύξεσθαι εθέλει κατά την ράχιν το σώμα, αλλά σκέλεα μεν και χείρες τελειούνται. Ταύτα δε ενδεέστερα γίνεται. Και όσοισιν αν ή ανωτέρω των φρενών το κύφος, τούτοισι μεν αι τε πλευραί ουκ εθέλουσιν ες το ευρύ αύξεσθαι, αλλ’ ες τούμπροσθεν, το τε στήθος οξύ γίνεται, αλλ' ου πλατύ, αυτοί τε δύσπνοοι γίνονται, και κερχώδεις. Ήσσον γαρ ευρυχωρίην έχουσιν αι κοιλίαι αι το πνεύμα δεχόμεναι και προπέμπουσαι».

 

Επίσης στο έργο «Αφορισμοί, τμήμα έκτον 46» σημειώνεται ότι πεθαίνουν όσοι πριν από την εφηβική ηλικία παρουσιάζουν κύφωση μετά από άσθμα ή βήχα:

«Οκόσοι ύβοι εξ άσθματος ή βηχός γίνονται πρό της ήβης απόλλυνται».

 

Επίσης, στο έργο «Μολχικός 37» τονίζεται ότι δύσκολα ανατάσσονται οι αποκλίσεις της σπονδυλικής στήλης μετά από κακώσεις, ιδιαίτερα στα παιδιά η σπονδυλική στήλη δεν αναπτύσσεται, όπως τα σκέλη, τα χέρια και η κεφαλή:

«Τα δ' από καταπτώσιος ήσσον δύναται εξιθύνεσθαι. Χαλεπώτερα δε τα άνω φρενών εξιθύνεσθαι. Οίσι δε παισίν, ου συναύξεται, αλλ' ή σκέλη και χείρες και κεφαλή».

 

Σχετικά με τις παραμορφώσεις του άκρου ποδός που εμφανίζονται από της γεννήσεως του παιδιού, στο «Περί άρθρων 62» συνιστάται να θεραπεύονται αμέσως, γιατί δύσκολα θεραπεύονται όταν μεγαλώσουν τα παιδιά, και πριν τα οστά βραχυνθούν και επισυμβεί η μυϊκή ατροφία της κνήμης:

«Οκόσοι εκ γενεής κυλλοί γίνονται, τα πλείστα τούτων ιάσιμά εστιν, ήν μη πάνυ μεγάλη έκκλισις έη, ή και προαυξέων γεγονότων ήδη των παιδίων ξυμβή. Αριστον μεν ούν ως τάχιστα ιητρεύειν τα τοιαύτα, πριν πάνυ μεγάλην την ένδειαν των οστέων των εν τω ποδί γενέσθαι, πριν τε πάνυ μεγάλην την ένδειαν των σαρκών των κατά την κνήμην είναι».

 

Στη συνέχεια γράφει και για την βλαισοποδία, για την οποία συνιστώνται μερικές θεραπευτικές πρακτικές, τονίζοντας ότι δεν είναι ανάγκη να γίνει τομή, ούτε καυτηρίαση και ότι θεραπεύονται γρήγορα από ότι μπορεί κανείς να φαντασθεί. Συνιστά όταν τα παιδιά θα αρχίσουν να φορούν υποδήματα, τότε να χρησιμοποιηθούν «αρβύλαι», που είναι υποδήματα καλύπτοντα και την άρθρωση.

 

Στο έργο «Περί άρθρων 55» διαλαμβάνει τα εξαρθρήματα της κατ' ισχίον αρθρώσεως, που δυνατόν να είναι εκ γενετής ή να επισυμβούν αργότερα, ή μετά από μία ασθένεια της κεφαλής του μηριαίου, όταν για παράδειγμα νεκρωθεί η κεφαλή και σχηματισθούν αποστήματα ή μετά από τραυματισμό. Συνέπειες από την εξάρθρωση της κεφαλής είναι η χωλότητα κατά τη βάδιση, μείωση της κατά μήκος αύξηση του ποδιού και η συνοδός μυϊκή ατροφία του ποδιού:

«Οίσι δε αν εν γαστρί εούσιν εξαρθρήση τούτο το άρθρον, ή έτι εν αυξήσει εούσι βίη εκπεσόν ήδη μη εκπέση, ή και υπό νούσου εξαρθρήση τούτο το άρθρον και εκπαλήση (πολλά γαρ τοιαύτα, γίνεται και ενίων μεν των τοιούτων ήν επισφακελίση ο μηρός, εμπυήματα χρόνια και έμμοτα γίνεται, και οστέων ψιλώσιες ενίοισιν), ομοίως δε και οίσιν επισφακελίζει, και οίσι μη επισφακελίζει, του μηρού το οστέον πολλά βραχύτερον γίνεται, και ουκ εθέλει ξυναύξεσθαι, ώσπερ του υγιέος. Τα μέντοι της κνήμης βραχύτερα μεν γίνεται, ή τα της ετέρης, ολίγω δε, δια τας αυτάς προφάσιας, αι και πρόσθεν είρηνται... Πλείστης δε επιμελείης δέονται, οίσιν αν νηπιωτάτοισιν εούσιν αύτη η ξυμφορή γένηται. Ήν γαρ αμεληθώσι νήπιοι εόντες, αχρήϊον παντάπασι και αναυξές όλον το σκέλος γίνεται. Αι δε σάρκες του ξύμπαντος σκέλεος μινύθουσι μάλλον, ή του υγιέος. Πάνυ μην πολλώ ήσσον τούτοισι μινύθουσιν ή οίσιν αν έσω εκπεπτώκη, δια την χρήσιν και την ταλαιπωρίην, οίον ευθέως δύνασθαι χρέεσθαι τω σκέλεϊ».

 

Παρόμοια γίνεται αναφορά και στο έργο «Μολχικός 20, 21».

 

Για το συγγενές εξάρθρημα του ώμου με αποτέλεσμα το χέρι να κονταίνει και να δημιουργείται ατροφία των μυών γίνεται αναφορά στο έργο «Μολχικός 5». Ωστόσο επισημαίνεται ότι οι βαθιές διαπυήσεις των αρθρώσεων του ώμου στα βρέφη έχουν τα ίδια αποτελέσματα με τα εξαρθρήματα.

 

Ακόμη στο έργο «Περί άρθρων 53» μνημονεύεται σε μία συνήθεια των Αμαζόνων, οι οποίες εξάρθρωναν από μικρή ηλικία των παιδιών την κατά γόνυ ή την κατά ισχίον άρθρωση για να κουτσαίνουν και να εμποδίζουν κατ' αυτόν τον τρόπο τους άνδρες να μηχανεύονται κακά για τις γυναίκες. Ωστόσο τα ανάπηρα παιδιά τα χρησιμοποιούσαν ως χειρόνακτες για καθιστικά επαγγέλματα, όπως αυτό του υποδηματοποιού. Μάλιστα σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι δεν γνωρίζει αν είναι αληθινά τα σχετικά με τα αποδιδόμενα στις Αμαζόνες, όμως ξέρει καλά ότι μπορούσαν να γίνουν να εξαρθρώσουν στη μικρή ηλικία τα παιδιά.

«Ει μεν ουν αληθέα ταύτα εστιν, εγώ μεν ουκ οίδα. Ότι δε γίνοιτο αν τοιαύτα, οίδα, ει τις εξαρθρέει αυτίκα νήπια εόντα».

 

6. Στα δύο έργα «Περί επταμήνου» και «Περί οκταμήνου» εμβρύου διεξοδικά αναπτύσσεται η άποψη ότι τα επτά μηνών πρόωρα γεννηθέντα νεογνά επιβιώνουν σε αντίθεση με τα οκτώ μηνών, που δεν επιβιώνουν.

Παρόμοια γίνεται αναφορά και στο «Περί σαρκών 19», ότι το παιδί που γεννιέται τον έβδομο μήνα, γεννιέται σύμφωνα με τον ακριβή αριθμό των εβδομάδων, ενώ τα οκτάμηνα παιδιά που γεννιούνται κανένα από αυτά δεν ζεί:

«Το παιδίον επτάμηνος γόνος γενόμενον, λόγω γεγένηται, και ζή, και λόγον έχει τοιούτον και αριθμόν ατρεκέα ες τας εβδομάδας. Οκτάμηνον δε γενόμενον, ουδέν βιοί πώποτε».

 

Την άποψη περί της μη βιωσιμότητος των οκταμήνων νεογνών καταγράφει και ο Αριστοτέλης στο «Περί ζώων ιστορίαι, Η΄ 4» και ενδεικτικά αναγράφουμε τη φράση «ώστ' ου μόνον τα οκτάμηνα ου ζή, αλλά και διαφθειρομένων αι τίτκτουσαι κινδυνεύουσιν».

 

Σημειώνουμε ακόμη ότι οι αντιλήψεις αυτές έχουν διατηρηθεί στη λαϊκή αντίληψη μέχρι τις ημέρες μας. Ωστόσο στο διαφωτιστικό του βιβλίο «Φυσικής απάνθισμα» , Βιέννη 1790, ο Ρήγας Βελεστινλής με έμφαση γράφει ότι είναι πλάνη του απλού λαού ότι τα επταμηνιάτικα νεογνά ζούν ενώ τα οκταμηνιάτικα δεν ζούν. Παραθέτει τα ιατρικά δεδομένα για την άποψη του αυτή και την τακτική της Ιατρικής Σχολής του Παρισιού να εξετάζουν τα οκταμηνιάτικα και να τα δίνουν σε βυζάστρες με μαστούς ανάλογα με το στόμα των νεογνών Κατ' αυτόν τον τρόπο αυξήθηκε το ποσοστό επιβίωσης των οκταμηνιάτικων νεογνών.

 

7. Για την κληρονομικότητα των χαρακτήρων του παιδιού από τους δύο γονείς γίνεται αναφορά στο έργο «Περί γονής 8» στο οποίο τονίζεται ότι το σπέρμα προέρχεται από όλο το σώμα του ανδρός και της γυναικός, επισημαίνοντας ότι το αδύνατο σπέρμα προέρχεται από τα αδύνατα μέρη και το ισχυρό από τα ισχυρά μέρη του σώματος και κατά αναλογία προέρχεται και το παιδί. Μάλιστα συμπερασματικά τονίζεται ότι υπάρχει στον άντρα και τη γυναίκα σπέρμα αρσενικό και θηλυκό:

«Και εν αυτήσι τη γονή εξέρχεται και της γυναικός και του ανδρός από παντός του σώματος, και από των ασθενέων ασθενής και από των ισχυρών ισχυρή. και τω τέκνω ούτως εστίν ανάγκη αποδίδοσθαι».

 

Προσθέτουμε ότι και στο «Περί ιερής νούσου 3» τονίζεται ότι σπέρμα προέρχεται από όλα τα μέρη του σώματος:

«Ο γόνος έρχεται πανταχώθεν του σώματος, από τε των υγιηρών υγιηρός, από τε των νοσερών νοσερός».

 

Στην κληρονομικότητα των χαρακτήρων των γονιών γίνεται αναφορά στο έργο «Περί αέρων, υδάτων και τόπων 14». Υποστηρίζεται ότι το σπέρμα προέρχεται από όλο το σώμα και από υγιείς γονείς γεννιέται υγιές παιδί, από φιλάσθενους αρρωστιάρικο παιδί:

«ο γαρ γόνος πανταχόθεν έρχεται του σώματος, από τε των υγιηρών υγιηρός, από τε των νοσερών νοσερός. Ει ουν γίγνονται εκ τε των φαλακρών φαλακροί, και εκ γλαυκών γλαυκοί, και εκ διεστραμμένων στρεβλοί ως επί το πλήθος».

 

Ακόμη στο έργο «Περί γονής 9, 10, 11» γίνεται αναφορά στην περίπτωση που γεννιούνται παιδιά καχεκτικά από υγιείς γονείς, και εάν αυτό συμβαίνει έπειτα από πολλά παιδιά, τότε το έμβρυο θα είχε αρρωστήσει μέσα στη μήτρα. Εάν όλα τα παιδιά τους γεννιόνται καχεκτικά τότε οφείλεται στη στενότητα της μήτρας. Ακόμη, αναπηρία στα παιδιά προκαλούν και οι μη καλές συνθήκες εντός της μήτρας, όπως μετά από μία κάκωση. Επίσης τονίζεται ότι δυνατόν ανάπηροι γονείς να γεννήσουν αρτιμελή τέκνα, αλλά δυνατόν όμως και ανάπηρα εάν στο γονέα είχε παρουσιασθεί καμμιά αρρώστια με αποτέλεσμα τα τέσσερα είδη του υγρού που υπάρχουν έμφυτα μέσα στο σώμα και προμηθεύουν το σπέρμα, να δίνουν ανάπηρα παιδιά.

 

8. Τριάντα δύο παρατηρήσεις, ως αφορισμοί, καταγράφονται στο έργο «Περί οδοντοφυίης 1-32», που αναφέρονται εκτός από τα δόντια, στις αμυγδαλές, τη σταφυλή και το θηλασμό. Μνημονεύονται ενδεικτικά οκτώ σχετικές παρατηρήσεις στη νεοελληνική αποδιδόμενες:

«Τα λαίμαργα παιδιά που τραβούν πολύ γάλα δεν παχαίνουν με ανάλογο τρόπο» (2).

«΄Οσα, βγάζοντας τα δόντια τους, παρουσιάζουν υψηλό πυρετό, σπάνια προσβάλλονται από σπασμούς»(7).

«Όλα τα παιδιά που προσβάλλονται από σπασμούς όταν βγάζουν τα δόντια τους δεν πεθαίνουν. Πολλά μάλιστα από αυτά διαφεύγουν»

(10).

«¨Οσα παιδιά δεν έχουν ανάλογη διούρηση, μα η κοιλιά τους αποβάλλει συχνά από μικρή ηλικία άπεπτες ουσίες, είναι φιλάσθενα»

(14).

«΄Οσα παιδιά τρώνε κατά το διάστημα του θηλασμού, ανέχονται ευκολότερα την απογαλάκτιση» (16).

«Διογκώσεις των αμυγδαλών χωρίς πυρετό εμπνέουν λιγότερες ανησυχίες» (18).

«Τα έλκη των αμυγδαλών που σημειώνουν υποτροπή με τα ίδια χαρακτηριστικά είναι επικίνδυνα» (21).

«Οι εξελκώσεις των αμυγδαλών που απλώνονται προς το λαιμό, είναι βαρύτερες και οξύτερες, προκαλώντας δύσπνοια συνήθως» (32).

 

9. Για τη δυσεντερία που συνοδεύεται από πυρετό, φλεγμονή του ήπατος, των υποχονδρίων, του στομάχου και προκαλούν δίψα με σοβαρή επίπτωσή της στην επιβίωση των παιδιών, γίνεται αναφορά στο έργο «Προρρητικόν Βιβλίον το Δεύτερον 22». Μάλιστα επισημαίνεται ότι από τη νόσο αυτή αποθνήσκουν τα παιδιά των πέντε έως δέκα ετών:

«Αι δε δυσεντερίαι ξυν πυρετώ μεν ήν επίωσιν, ή ποικίλοισι τε διαχωρήμασιν, ή ξυν φλεγμονή ήπατος, ή υποχονδρίου, ή γαστρός, ή όσαι επώδυνοι, ή όσαι των σιτίων απολαμβάνουσι δίψαν τε παρέχουσιν, αύται μεν πάσαι πονηραί... Αποθνήσκουσι δε υπό ταύτης της νόσου μάλιστα παιδία τα πενταετέα, και γεραίτερα ες τε τα δεκαετέα».

 

10. Στο έργο «Περί των εν κεφαλή τρωμάτων 18» καταγράφεται ο τραυματισμός των οστών του κρανίου στα παιδιά. Σημειώνεται ότι τα οστά του παιδιού είναι λεπτότερα και μαλακότερα, δεν είναι πυκνά ούτε στερεά. Σε τραυματισμό της κεφαλής, ιδιαίτερα εάν απογυμνωθεί το οστούν τότε θα πρέπει ο ιατρός να εξακριβώσει την κατάσταση, διότι σε περίπτωση θλάση ή ρωγμής του οστού θα πρέπει να δώσει διέξοδο στο αίμα με την ανάτρηση με ένα μικρό τρύπανο. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει ο ιατρός να προσέξει διότι τα οστά των παιδιών είναι λεπτότερα και ο εγκέφαλος πλησίον της επιφανείας του οστού:

«Των δε παιδίων τα οστέα και λεπτότερά εστι και μαλθακώτερα δια τούτο, ότι εναιμότερα εστι και κοίλα, και σηραγγώδεα, και ούτε πυκνά, ούτε στερεά. Και υπό των βελέων ίσων τε εόντων και ασθενεστέρων, και τρωθέντων ομοίως τε και ήσσον, το του νεωτέρου παιδίου και μάλλον και θάσσον υποπυϊσκεται, ή το του πρεσβυτέρου, και εν ελάσσονι χρόνω. Και όσα αν άλλως μέλλη αποθανείσθαι εκ του τρώματος, ο νεώτερος του πρεσβυτέρου θάσσον απόλλυται. Αλλά χρή, ήν ψιλωθή της σαρκός το οστέον, προσέχοντα τον νόον , πειρησθαι διαγινώσκειν ό τι μη εστι τοίσιν οφθαλμοίσιν ιδείν, και γνώναι ει έρρωγε το οστέον και ει πέφλασται, ή μούνον πέφλασται, και ει, έδρης γενομένης του βέλεος, πρόσεστι φλάσις, ή ρωγμή, ή άμφω ταύτα. Και ήν τι τούτων πεπόνθη το οστέον, αφείναι του αίματος τρυπώντα το οστέον σμικρώ τρυπάνω, φυλασσόμενον επ' ολίγον. Λεπτότερον γαρ το οστέον, και επιπολαιότερον των νέων ή των πρεσβυτέρων».

 

11. Τέλος καταγράφονται και διάφορες παρατηρήσεις όπως ενδεικτικά κατωτέρω:

 

Στο έργο «Αφορισμοί, Τμήμα Πρώτον 16» επισημαίνεται ότι η υγρή δίαιτα ωφελεί τα παιδιά που παρουσιάζουν πυρετό:

«Αι υγραί δίαιται πάσι τοίσι πυρεταίνουσι ξυμφέρουσι, μάλιστα δε παιδίοισι, και τοίσιν άλλοισι τοίσιν ούτως ειθισμένοισι διαιτάσθαι».

 

Επίσης στο ίδιο έργο «Αφορισμοί, Τμήμα Έκτον 30» καταγράφεται πως τα παιδία δεν προσβάλλονται από ποδάγρα πριν από την ήβη:

«Παις ου ποδαγριά προ του αφροδισιασμού».

 

Στο «Αφορισμοί, Τμήμα Πρώτον 13» τονίζεται πως παιδιά δύσκολα ανέχονται τη νηστεία σε αντίθεση με τους ηλικιωμένους:

«Γέροντες ευφορώτατα νηστείην φέρουσι, δεύτερον, οι καθεστηκότες, ήκιστα, μειράκια, πάντων δε μάλιστα, παιδία, τουτέων δε αυτέων ά αν τύχη αυτά εωυτέων προθυμότερα εόντα».

 

Στο έργο «Περί συρίγγων 9» συνιστάται για τη θεραπεία της προπτώσεως του ορθού στα παιδιά, να λαμβάνουν συγκεκριμένη στάση κατά την αφόδευση.

 

Στο έργο «Περί γυναικείης φύσεος 100» δίνονται οδηγίες θεραπευτικής αγωγής ελκών στα γεννητικά όργανα παιδιού:

«Ην παιδίου αφθά τα αιδοία, αμύγδαλα λεία τρίψας και βοός μυελόν, εν ύδατι εψών, και άλητον εμβαλών μικρόν, διαχρίειν τα αιδοία, και διακλύζειν τω ύδατι τω από των μύρτων».

 

Για τη νυκταλωπία γίνεται αναφορά στο έργο «Προρρητικόν, Βιβλίον το Δεύτερον 33», επισημαίνοντας ότι από τη νόσο προσβάλλονται παιδιά ή έφηβοι, ενώ αντίθετα δεν προσβάλλονται οι γυναίκες και τα κορίτσια με κανονική έμμηνο ρύση:

«Οι δε της ωυκτός ορώντες, ούς δη νυκτάλωπας καλέομεν, ούτοι αλίσκονται υπό του νοσήματος νέοι, ή παίδες ή νεανίσκοι.... Αι δε γυναίκες ουχ αλίσκονται υπό του νοσήματος τούτου, ουδέ αι παρθέναι ήσι τα επιμήνια φαίνεται»

 

Επίσης στο «Προρρητικόν Βιβλίον το Δεύτερον 11» σημειώνεται ότι οι διαπυημένοι όγκοι και οι χοιράδες συμβαίνουν συχνά στα παιδιά και εύκολα θεραπεύονται, ενώ απαντώνται σπανιότερα στους νέους:
«Φύματα μεν έμπεα και τα χοιρώδεα, ταύτα πλείστα τα παιδία ίσχουσι, και ράστα εξ αυτέων απαλλάσσει. Τοίσι δε γεραιτέροισι τε των παιδίων και νεανίσκοισι φύεται μεν ελάσσω, χαλεπώτερον δε εξ αυτέων απαλλάσσουσι».

Στο έργο «Περί αέρων, υδάτων, τόπων 4», όπου γίνεται αναφορά στις πόλεις που είναι εκτεθειμένες στους ψυχρούς ανέμους, επισημαίνοντας ότι στα παιδιά επισυμβαίνουν «ύδρωπες» στους όρχεις, δηλ. υδροκήλες, που παρέρχονται με την πάροδο του χρόνου και ότι η εφηβεία καθυστερεί σε αυτές τις περιοχές:
«Τοίσι δε παιδίοισιν ύδρωπες εγγίγνονται εν τοίσιν όρχεσιν, έως σμικρά ή. Έπειτα προϊούσης της ηλικίης, αφανίζονται, ηβώσι τε οψέ εν ταύτη τη πόλει».

Στα έργα «Επιδημίαι» συχνά γίνεται αναφορά σε παιδιά με ασθένειες και με καταγραφή των εκδηλώσεων τους. Ενδεικτικά μνημονεύονται μερικές.

Στο «Επιδημιών το Τέταρτον 11» μετά τον τραυματισμό στο κεφάλι παιδιού συνέβη μόλυνση του τραύματος και του συστοίχου ωτός με απόστημα στον ώμο, του έγινε ανάτρηση στο κρανίο χωρίς αποτέλεσμα και είχε μοιραία κατάληξη.

Επίσης στο «Επιδημιών το Τέταρτον 19» περιγράφεται περίπτωση παιδιού με φαγεδαινική πάθηση κατά την οποία έπεσαν τα δόντια του και επισυνέβη κοίλανση του οστού της γνάθου.

Ομοίως στο έργο «Επιδημιών το Πέμπτον 16» περιγράφεται περίπτωση παιδιού έντεκα ετών, το οποίο τραυματίσθηκε από άλογο στο μέτωπο. Του άνοιξαν με το τρύπανο έως τη διπλόη, θεραπεύονταν με φάρμακα, με αποτέλεσμα να στεγνώσει το σημείο της ανάτρησης. Όμως δημιουργήθηκε οίδημα στο δέρμα της κεφαλής με εισβολή πυρετού και ρίγος συμπτωματολογία ερυσιπέλατος. Σημειώνεται ότι το τραύμα δεν ήταν τίποτε μπροστά σε αυτές τις επιπλοκές, που είχαν παρουσιασθεί.

Επίσης στο «Επιδημιών το Πέμπτον 75» σημειώνεται περίπτωση παιδιού που απεβίωσε από τέτανο. Συγκεκριμένα σημειώνεται ότι ο γιός του Αρπάλου και της απελεύθερης Τηλεφάνης μετά το διάστρεμμα του μεγάλου δακτύλου, που υπέστη, παρουσιάσθηκε φλεγμονή και πόνος και μετά λίγες ημέρες, ενώ είχε βελτιωθεί η τοπική φλεγμονή, εκδηλώθηκε οπισθότονος, τριγμός των οδόντων αφρώδη σίελος και τελικά ετελεύτησε.

 

Στο «Επιδημιών το Έβδομον 5» μνημονεύεται ένα περιστατικό παιδιού με πυρετό, ρίγη, πόνο στο δεξιό αυτί και κεφαλαλγία. Το πόνο αυτό τον είχε από μικρής ηλικίας με συρίγγιο και δύσοσμη εκροή, αλλά τώρα ο πόνος ήταν δυνατός όπως και η κεφαλαλγία. Η πυόρροια συνέχιζε με κεφαλαλγία και ωταλγία. Το παιδί σιγά-σιγά έπεσε σε κώμα και απεβίωσε. Το περιστατικό αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση επέκτασης της λοίμωξης του ωτός στις μήνιγγες.

Στο «Περί διαίτης υγιεινής 6» συνιστάται όπως στα μικρά παιδιά να γίνονται ζεστά λουτρά για πολύ ώρα, να τους δίνουν να πίνουν νερομένο κρασί, όχι πολύ κρύο για να μην έχουν φουσκώματα και αέρια. Όλα αυτά θα γίνονται για να προλαμβάνονται οι σπασμοί, να μεγαλώσουν και να έχουν καλλίτερο χρώμα:

«Τα δε παιδία χρή τα νήπια βρέχειν εν τω θερμώ ύδατι επί πουλύν χρόνον, και πίνειν διδόναι υδαρέα τον οίνον και μη ψυχρόν παντάπασι, τούτον δε διδόναι, ός ήκιστα την γαστέρα μετεωρεί και φυσαν παρέξει. Ταύτα δε ποιέειν, όκως οι τε σπασμοί ήσσον επιλάβωσι, και μείζονα γένηται και ευχροώτερα».

 

Για τη θεραπεία ύδρωπος σε παιδιά γίνεται αναφορά το έργο «Περί τόπων των κατ' άνθρωπον 25», όπου συνιστάται να χαράζεται με μαχαιρίδιο το δέρμα των πρησμένων μερών του σώματος, να χρησιμοποιούνται ατμόλουτρα και να γίνεται επίχρισμα θερμαντικών φαρμάκων:

«Παιδίω δε χρή ύδρωπα ώδε ιάσθαι. Τα οιδέοντα και ύδατος έμπλεα εξοίγειν μαχαιρίω πυκνά και σμικρά εξοίγοντο, εξοίγειν δ' εν μέρει εκάστω του σώματος, και πυρίησι χρήσασθαι, και αεί το εξοιγόμενον χρίειν θερμαντηρίω φαρμάκω».

 

Στο έργο «Κωακαί προγνώσεις 569» σημειώνεται ότι τα αραιά ούρα στα παιδιά είναι χειρότερο από τα πυκνά:

«Ολέθριον δ' εστί των ούρων το τε μέλαιναν την υπόστασιν έχον, και το μέλαν. Μάλλον δ' εν τοίσι παισί το λεπτόν του παχέος».

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν έγινε αναφορά στο έργο «Περί φύσιος παιδίου» διότι διαλαμβάνει για το έμβρυο, για τη σύλληψη, την διατροφή του εμβρύου, τη λειτουργία του ομφαλού από όπου γίνεται η αναπνοή και η θρέψη του, το σχηματισμό των μεμβρανών, σύγκριση της ανάπτυξης του εμβρύου εντός της μήτρας με τα φυτά και τη γή, πότε αρχίζει το έμβρυο να κινείται εντός της μήτρας, τον τοκετό που επισυμβαίνει διότι δεν τρέφεται πλέον από τη μητέρα με αποτέλεσμα να γίνεται ρήξη των υμένων, τις δυσκολίες του τοκετού στα άλλα σχήματα, το πλάγιο ή με τους πόδες, τη γέννηση διδύμων κ.α.

 

 

Συμπέρασμα. Η διερεύνηση της Ιπποκρατικής Συλλογής έδειξε ότι μνημονεύονται χαρακτηριστικές ασθένειες του παιδιού. Παρουσιάσθηκαν, μεταξύ των άλλων, αναφορές για την ουρολιθίαση, τις παθήσεις των οστών, τους πυρετικούς σπασμούς και την επιληψία, η οποία πλέον πρέπει να θεωρείται νόσος με φυσικά οργανικά αίτια και όχι παρέμβαση εξωσωματικών θεϊκών δυνάμεων.

 

 

 

--------------------------------------------------------------------------------


Created by  WebLines  2004