Η θνησιμότητα της παιδικής ηλικίας κατά την εξεταζόμενη περίοδο ήταν υψηλή, όπως γράφουν και οι ιατροί συγγραφείς: ο Αναστάσιος Γεωργιάδης το 1810 σημειώνει, παραθέτοντας και τη σχετική ευρωπαiκή βιβλιογραφία της εποχής, ότι το είκοσι πέντε τοις εκατό των γεννηθέντων βρεφών αποθνήσκει μέχρι το πρώτο έτος της ηλικίας και το ποσοστό αυξάνεται στο 50% μέχρι της ηλικίας των δέκα ετών. Επίσης ο Ιωάννης Ολύμπιος μνημονεύει ότι το 50% των παιδιών αποθνήσκει κατά τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Παρόμοια ο Ευγένιος Βούλγαρις στο βιβλίο του Διατριβή περί ευθανασίας γνωστοποιεί τη βρεφική θνησιμότητα της Αγγλίας και Γαλλίας του 1742 σημειώνοντας ότι απεβίωσαν κατά το πρώτο χρόνο της ζωής το 25% των βρεφών ενώ μέχρι τον τρίτο χρόνο το 50%.
Σε μία στατιστική της Λευκάδας των ετών 1823-1824 η θνησιμότητα στον πρώτο χρόνο της ζωής των παιδιών ανέρχονταν στο 22% και για τα πέντε πρώτα χρόνια στο 45%. Επίσης ο ιατρός Πέτρος Ηπήτης το 1816 στο προεπαναστατικό περιοδικό Ερμής ο Λόγιος παρατηρούσε ότι «σχεδόν το ήμισυ των παιδιών αποθνήσκον εις την τρυφεράν ηλικίαν των». Μνημονεύεται ενδεικτικά και η «Στατιστική της θνητότητος εν Πάτραις εν έτει 1879» του ιατρού Χρ. Π. Κορύλλου, που δημοιεύθηκε στο περιοδικό Γαληνός, όπου σημειώνεται ότι το 28% των αποβιωσάντων δεν είχε υπερβεί το πρώτον έτος της ηλικίας και το 24% των ετών 1-10, με την παρατήρηση ότι «πλέον του ημίσεος εκ των θανόντων ήσαν παίδες μέχρι 10 ετών». Μάλιστα στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύεται το «Δελτίον αποβιωσάντων» των πρώτων πέντε μηνών του 1879 στην Αθήνα, στο οποίο το ποσοστό της παιδικής θνησιμότητας μέχρι πέντε ετών κυμαίνονταν κατά μήνα από 33-50%.
Στη θνησιμότητα αυτή της παιδικής ηλικίας σημαντικό ποσοστό είχαν τα λοιμώδη νοσήματα, που μνημονεύονται στη συνέχεια: ευλογιά, ιλαρά, οστρακιά, διφθερίτις και κοκκύτης.
1. Ευλογιά
Ο όρος αναγράφεται στα λατινικά «variolae» στα ιταλικά «variole» και στα γερμανικά «pocken» στο βιβλίο του Ιωάννη Αδάμη στα 1756. Η ευλογιά μολύνει κυρίως βρέφη, τα οποία μία φορά μολύνονται, έχοντας αποκτήσει δηλαδή ανοσία, σημειώνεται στο βιβλίο του διάσημου τότε ιατρού της Λωζάννης Samuel Andre Tissot, (1728-1797), που μετέφρασε στα 1780 ο Γεώργιος Βεντότης, όπως επίσης και από τον Αναστάσιο Γεωργιάδη. Σχετικά με τη θνησιμότητα της ευλογιάς ο Tissot γράφει ότι το «ένα έβδομον από τους μολυσμένους αποθνήσκει», δηλ. το 14% και ο ΄Αγγελος Μελισσηνός στο προεπαναστατικό περιοδ. Ερμής ο Λόγιος αναφέρει ποσοστό 10%, ενώ κατά τον ιατρό Αν. Γεωργιάδη κυμαίνεται από 10-30%, παραθέτοντας μάλιστα για βιβλιογραφική τεκμηρίωση τις εργασίες των Luigi Careno, Sur la vaccine, Βιέννη 1801 και J. De Caro, Observations et experiences sur la vaccination, Βιέννη 1802. Στο βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Βιέννη στα ελληνικά το 1805 Διδασκαλία παραινετική περί της χρήσεως της δαμαλίδος αναγράφεται ποσοστό 17%, «το εκτημόριον του ανθρωπίνου γένους» εξαφανίζει η ευλογιά.
Για την αντιμετώπιση της ευλογιάς από τις αρχές του 18ου αιώνος αρχίζει προοδευτικά να εφαρμόζεται ο προληπτικός εμβολιασμός μετά τις επιστημονικές ανακοινώσεις στο αγγλικό περιοδικό Philosophical Transactions κατά το 1714 των δύο Ελλήνων ιατρών Εμμανουήλ Τιμόνη (1669-1720) από τη Χίο, και Ιάκωβο Πυλαρινό (1659-1718) από το Ληξούρι της Κεφαλληνίας για την επιστημονική εφαρμογή του εμβολιασμού με σκοπό την προστασία από την ευλογιά, μέθοδο που εφαρμοζόταν στη λαϊκή ιατρική. Οι γιατροί αυτοί σπούδασαν μεν στην Πάδοβα, αλλά οι μελέτες τους και οι παρατηρήσεις τους πραγματοποιήθηκαν στον ελληνικό χώρο και αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την ελληνική ιατρική, γιατί θα πρέπει να θεωρείται ως η πρώτη συμβολή στην πρόοδο της ιατρικής στον ελληνικό χώρο κατά τη νεώτερη περίοδο μετά την ακμή της αρχαίας και βυζαντινής περιόδου.
Ιδιαίτερα οι Ελληνες παιδίατροι δεν θα πρέπει να αγνοούν, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, τη σημαντική συμβολή των δύο αυτών ΄Ελλήνων ιατρών Τιμόνη και Πυλαρινού και θα πρέπει να μνημονεύονται για την πρώτη επιστημονική εφαρμογή του εμβολιασμού μαζί με τον Ed. Jenner, (1749-1823), που αργότερα μετά από ογδόντα χρόνια το 1798 τροποποίησε τη μέθοδό τους.
Ο αρχικός ευλογιασμός, όπως ονομάσθηκε ο εμβολιασμός με το υγρό από φλύκταινες της φυσικής ευλογιάς, εφαρμόσθηκε στον ελληνικό χώρο με καλά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικά ο ιατρός Σέργιος Ιωάννου γράφει «εκ των εκατόν εμφυλλιασθέντων μόλις απέθνησκον δύο, πολλάκις δε εις προς τριακοσίους», και ο Αναστάσιος Γεωργιάδης αναφέρει θνησιμότητα 0.3-0.5%, ενώ ο Πυλαρινός τονίζει ότι δεν παρατηρήθηκε θάνατος από τον εμβολιασμό του ευλογιασμού μέχρι της δημοσιεύσεως της εργασίας του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση στα Επτάνησα που οι γονείς προτρέπονταν το 1779 με εγκύκλιο της Εκκλησίας να εμβολιάσουν τα παιδιά τους.
Σημειώνουμε ότι η νέα μέθοδος του δαμαλισμού μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων από τον Ed. Jenner το 1798 γρήγορα πέρασε και στον ελληνικό χώρο και ήδη από το 1800 εφαρμόζονταν ο εμβολιασμός του δαμαλισμού. Χαρακτηριστικός είναι ο στατιστικός πίνακας που δημοσιεύθηκε το 1805 στο ελληνικό βιβλίο Διδασκαλία παραινετική περί της χρήσεως της δαμαλίδος, ο οποίος θα πρέπει να θεωρείται ως ο πρώτος στα ελληνικά στατιστικός πίνακας, όπου αντικειμενικά διαπιστώνεται η πτώση του αριθμού των θανάτων στη Βιέννη από την ευλογιά μετά την εφαρμογή του δαμαλισμού, αποδεικνύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την αποτελεσματικότητά του και ενισχύοντας την θέση πως όλα τα παιδιά πρέπει να εμβολιασθούν.
2. Ιλαρά
Πρώτη περιγραφή της ιλαράς στα ελληνικά βρίσκεται στο βιβλίο του Tissot , που μετέφρασε ο Γεώργιος Βεντότης στα 1780, στο οποίο χρησιμοποιείται ο όρος «κοκκίνα». Εκεί περιγράφονται τα πρόδρομα φαινόμενα, «η αρρωστία προμηνύεται ημέραις πολλαίς προτού να φανή, από ένα βήχα ξηρόν και συχνόν...και εκείνο οπού χαρακτηρίζει την αρρωστίαν από μίαν άκραν κοκκινάδα και καύσιν εις τα μάτια, με φούσκωμα των βλεφάρων... δεν ημπορούν να υποφέρουν το φώς, με συχνόν φταρνυσμόν, κι ευγαίνοντας από την μήτην μία ύλη παρόμοιος με εκείνην οπού ευγαίνει από τα μάτια». Στη συνέχεια γράφει για τον έντονο βήχα, τους εμέτους και την παρουσία του εξανθήματος «φανερώνονται ταχύτερον σπυρία κι πολλότατα εις το πρόσωπον, το οποίον έπειτα από ολίγαις ώραις γεμίζει από σημάδια τα οποία παρομοιάζουν με το τσίμπιμα του ψίλλου, αλλά πλέον κόκκινον, και πολλά από αυτά ενωμένα κάμνουν κάποια σημάδια μεγάλα και κόκκινα...τα οποία φλογίζοντας το δέρμα προξενούν μέγα φούσκωμα εις το πρόσωπον
κάθε μικρόν σημάδι είναι ολίγον υψωμένον, μάλιστα εις το πρόσωπον». Περιγράφεται η διαδρομή του εξανθήματος και τα συνωδά συμπτώματα. «την τρίτην ή και την τετάρτην αφ' ού αρχίνησαν τα σπηρία, ολιγοστεύει η κοκκινάδα, τα σημάδια ήτοι φουσκαλίδες ξηραίνονται και πίπτουν εις μικρά λέπια, το ίδιο πετζί, οπού μνέσκει εις το μέσον, χάνεται ομοίως και αναπληρούται από ένα άλλο οπού υποκάτω γίνεται». Ακόμη σημειώνει και τις πιθανές επιπλοκές όταν «δεν διαλυθεί τούτο το φαρμάκι φέρνεται εις το φλεμώνι και το φλογίζει. Επιστρέφει τότε η στενοχωρία, ο βήχας, η θέρμη και ο άρρωστος κινδυνεύει», δηλ. επισυμβαίνει η πνευμονία και το «απόστημα εις το φλεγμώνι, συντροφιασμένον από αργήν θέρμην».
Ενδιαφέρον έχει να μνημονευθεί και η σχετική ορολογία της ιλαράς: Στα 1756 ο Ιωάννης Αδάμης προσπαθεί να δώσει ένα ελληνικό όρο στη νόσο αναγράφοντας και τους αντίστοιχους ξένους όρους. Σημειώνει ότι «τα ερυθρά εξανθήματα κοινώς αστράκα λεγόμενα» αποκαλούνται «λατινικά morbilli, ιταλιάνικα rossettoli, γερμανικά massern» και παρατηρεί με λύπη λόγω έλλειψης ιατρικής ορολογίας ότι «δεν έχομεν πως αλλιώς να τα ονομάσωμεν». Ο Γεώργιος Βεντότης που μνημονεύθηκε αποκαλεί την νόσο «κοκκίνα», ο Μιχαήλ Γεωργίου το 1809 σε μαθηματάριο αναφέρει τις συνηθέστερες ασθένειες και μία εξ αυτών γράφει ότι ήταν «αι κικκινίτζαι ήτοι αστρακιά». Ο Αναστάσιος Γεωργιάδης στα 1810 χρησιμοποιεί τον όρο «μορβίλα», μεταγράφοντας τον ξένο όρο «morbilli», ενώ ο Πέτρος Ηπήτης στα 1816 πλάθει τον όρο «φοινικισμός» ερμηνεύοντας τον όρο «morbilli». Σημειώνουμε ότι τον σύγχρονο όρο «ιλαρά» συναντούμε στα 1794 στο «Ιατρικό Λεξικάκι» του Ιωάννου Νικολίδου «αστράκα ήγουν ύλερη» και στα 1818 ο Σέργιος Ιωάννου σημειώνει ότι ο Th. Sydenham (1624-1689) «συνέγραψε και περί ιλαράς». Επισης ως «ίλερις» αναφέρεται στο περιοδικό Ανθολογία των κοινωφελών γνώσεων, του 1837 και ως «ερυθίτις ή έλερη (rougeole)» από τον Σ. Αρχιγένη το 1843. Ο ιατροφιλόσοφος Διονύσιος Πύρρος στο βιβλίο του Ιατρικόν Εγκόλπιον, 1831, αναγράφει παράλληλα και τον ιταλικό όρο «κοκκινάδα, ιταλικά ροσόλια». Μάλιστα σε συνεδρίαση της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών κατά το 1836, δεύτερο χρόνο από την ίδρυσή της, ο ιατρός Α. Χαιρέτης ομιλεί «Περί φοινίκιδος και εμβολισμού αυτής». Και ο ιατρός Ι. Βούρος έγραψε περί Ιλαράς το 1843 στο περιοδικό Ο Νέος Ασκληπιός, στο οποίο όμως χρησιμοποιεί για τον όρο «Morbilli» τον όρο «Λείριον» τον οποίο επίσης συναντούμε και στο πρώτο βιβλίο Παιδιατρικής του καθηγητού Α. Βιτσάρη, που κυκλοφόρησε το 1871, «Λείριον (Morbilli-Rubeola)», όρος που αγνοήθηκε στη συνέχεια και έκτοτε καθιερώθηκε ο όρος «ιλαρά».
Ας μνημονευθεί ότι για τη διάγνωση της ιλαράς πριν από το εξάνθημα σημειώνεται στο βιβλίο Παιδιατρικής του 1884 ότι «Το μόνον σημείον όπερ επιτρέπει να βεβαιώσωμεν την ύπαρξιν της ιλαράς προ της εξανθήσεως είναι αι κατά τον φάρυγγα μικραί ερυθραί κηλίδες, αίτινες προηγούνται 12-24 ώρες της κατά το πρόσωπον εξανθήσεως (Marc D' Espine)», καθηγητού στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και συγγραφέα του μνημονευομένου βιβλίου Παιδιατρικής, παρατήρηση πριν από εκείνη του Αμερικανού παιδιάτρου Henry Koplik, (1858-1927), τις κηλίδες, που τις περιέγραψε μία δεκαετία αργότερα, το 1896, στην εργασία του στο Archives of Pediarics, τόμ. 13, σελ. 918-922, "The diagnosis of the invasion of measles from a study of the exanthema as it appears on the buccal mucous membrane".
3. Οστρακιά
Για τον αντίστοιχο ιταλικό όρο «scarlatina» αρχικά χρησιμοποιήθηκε ο όρος «πορφυρισμός» από τον ιατρό Πέτρο Ηπήτη, το 1816 χαρακτηρίζοντας τη νόσο ως «εξανθηματικό κολλητικό πάθος». Σημειώνουμε ότι αντί του όρου «πορφυρισμός» επεκράτησε αργότερα ο όρος «οστρακιά», τον οποίο χρησιμοποίησε ο ιατρός Ιωάννης Βούρος το 1843 στο ιατρικό περιοδικό «Ο Νέος Ασκληπιός» ίσως παρομοιάζοντας το εξάνθημα με το ερυθρό χρώμα των οστράκων, (scarlatto ιταλικά και scarlet αγγλικά= κόκκινο χρώμα). Προσθέτουμε ότι στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος του 1821 δημοσιεύεται η πληροφορία ότι ο Γερμανός καθηγητής Chr. Hufeland (1762-1836) χρησιμοποιεί σε πολλούς αρρώστους την Atropa Belladona ως προφυλακτικό φάρμακο για την «σκαρλατίνα», άποψη που συχνά καταγράφεται και σε μεταγενέστερα δημοσιεύματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το ιατρικό περιοδικό Ιατρική Μέλισσα, του 1857, στο οποίο σημειώνεται ότι στην οστρακιά «φημίζεται ως προφυλακτικήν ιδιότητα έχουσα και η ευθαλεία (Belladona)», όπως επίσης μνημονεύουμε το πρώτο στα ελληνικά βιβλίο Παιδιατρικής του 1871, «Η θεραπεία της οστρακίας είναι προφυλακτική και κατά της νόσου. Και η μεν προφυλακτική αφορά την πρόληψιν της αναπτύξεως της οσταρκιάς, υπαρχούσης επιδημίας. Κατορθούμεν δε τούτο πολλάκις δια της χρήσεως της ευθαλείας. Χορηγουμένης εις βάμμα κατά δόσιν σταγόνων τινών εις 24 ώρας, και κατά την επομένην συνταγήν, Extract. Belladon. Gr.j Aquae Cinnamom. 3β D.S. τούτου 2-3 σταγόνες δίδονται πρωίαν και εσπέρας εις παιδίον ενός έτους, αυξανομένης της δόσεως κατά μίαν σταγόνα εις έκαστον της ηλικίας έτος».
Αργότερα στα 1884, στο βιβλίο Πρακτικόν εγχειρίδιον των νοσημάτων των παίδων, σελ. 40 αμφισβητήθηκε η προφυλακτική της δράση: «Η ευθαλεία επηνέθη ως προφυλακτικόν της οστρακιά, πολλοί όμως των πρακτικών θεωρούσι την ιδέαν ταύτην ως εντελώς απατηλήν». Μάλιστα προστίθεται ότι «το αυτό οφείλομεν να είπωμεν δια το φαινικόν οξύ εγκωμιασθέν εσχάτως προς τον αυτόν σκοπόν».
4. Διφθερίτις
Ο Ιωάννης Ολύμπιος στο βιβλίο του Εγχειρίδιον περί της σωματικής ανατροφής των παιδίων, 1837, αναφέρει την νόσο με την ονομασία «Υμενογόνος κυνάγχη (angina membranacea)», τονίζοντας ότι «η φλεγμονή αύτη του λάρυγγος, της τραχείας και των συνεχομένων αυτής βρόγχων είναι πολλά επικίνδυνος και θανάσιμος εις τα μικρά παιδία».
Στο πρώτο βιβλίο Παιδιατρικής του Α. Βιτσάρη 1871, σημειώνεται ότι η νόσος ήταν σπανία στην Ελλάδα, αλλά τώρα είναι πολύ συχνή και ότι ονομάσθηκε από τον Pierre Fidele Bretoneau, (1778-1862), διφθερίτις εκ της διφθέρας, ψευδομεμβράνης, στην εργασία του 1826 «Des inflammations speciales du tissu muqueux et en particulier de la diphtherite, ou inflammation pelliculaire», στην οποία υποστήριζε ότι το κρουπ, η κακοήθης κυνάγχη και η σκορβουτική γάγγραινα των ούλων ήταν η ίδια ασθένεια, η διφθερίτις, όρος που καθιερώνεται διεθνώς και εισάγεται αργότερα στην ελληνική ιατρική ορολογία.
Με την ευκαιρία ας τονισθεί ότι πρώτη περιγραφή της κλινικής εικόνος της διφθερίτιδος έχει καταγραφεί από τον αρχαίο ιατρό Αρεταίο τον Καππαδόκη (1ος-2ος αι. μ. Χ.) στο έργο του «Περί αιτίων και σημείων οξέων παθών Α» στο κεφάλαιο ΙΧ «Περί των κατά τα παρίσθμια ελκών».
5. Κοκκύτης
Στο προεπαναστατικό περιοδικό Ερμής ο Λόγιος του 1819 καταχωρίζεται η γαλλική ορολογία του κοκκύτη «conqueluche» μαζί με την λαϊκή ονομασία «κάρκαλος ή καρκαλέτζης». Επίσης δίδεται και μία στατιστική πληροφορία ότι στην επιδημία κοκκύτου στην Κέρκυρα την προηγούμενη χρονιά το 1818 η θνησιμότητα ήταν 12-15% των πασχόντων παιδιών στα χωριά και 6-7% στην πόλη. Προσθέτουμε ότι ως «σπασμωδικός βήξ ή κοκκύτης» αναφέρεται στο «Διάταγμα περί εμποδισμού της μεταδόσεως των μολυσματικών (κολλητικών) αρρωστιών», που δημοσιεύθηκε το 1836 στην Εφημερίδα της κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος. Επίσης ως «κοκκύτης βήξ» αναφέρεται στο περιοδικό Ανθολογία των κοινωφελών γνώσεων του 1837.
Στο πρώτο βιβλίο Παιδιατρικής, 1871, γίνεται συστηματική παρουσίαση του κοκκύτου και της θεραπευτικής αγωγής σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής. Επίσης στο ίδιο βιβλίο ο συγγραφέας του καθηγητής Α. Βιτσάρης σε υποσημείωση γράφει για την προέλευση του όρου λέγοντας ότι μερικοί υποστηρίζουν πως παράγεται από την λέξη coqueluchon (=κουκούλα), με την οποία καλύπτονταν στις επιδημίες του 1414, 1519, 1557 κλπ., άλλοι ισχυρίζονται πως προέρχεται από μεγάλη χρήση στους παροξυσμούς της νόσου της μήκωνος, που αποκαλείται στα γαλλικά coquelicot και άλλοι εκ της ιδιαζούσης χροιάς του βηχός, που ομοίαζε με την φωνή του αλέκτορος «coq». Σημειώνουμε ότι η νόσος αναγράφεται ως θηλυκού γένους «η κοκκύτης», όρος που ακόμη απαντάται στο περιοδικό Γαληνός του 1879, και στο βιβλίο Παιδιατρικής του 1884.
Τελειώνοντας τονίζουμε ότι δεν έγινε αναφορά στις θεραπευτικές αγωγές για τα μνημονευθέντα λοιμώδη νοσήματα, διότι όπως γνωρίζουμε, δεν ήταν γνωστοί οι αιτιολογικοί παράγοντες και στα διάφορα βιβλία και άρθρα προτείνονταν ποικίλες θεραπείες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι για την διφθερίτιδα χρησιμοποιούνταν αντιπυρίνη, γλυκερίνη με σαλικυλικό νάτριο, ατμοί έλαίου ευκαλύπτου, σίδηρος υπερχλωριούχος μετά γάλακτος, διφθερίτιδος θεραπεία υπό J. Simon, διχλωριούχος υδράργυρος, κυανιούχος υδράργυρος, οξυγονόχο ύδωρ, τερεβινθέλαιο, ιωδοφόρμιο, οινόπνευμα, βορικό οξύ, ιώδιο, κινολίνη, ταννίνη, κρεόζοτο, δημοσιευμένα σε βιβλίο του 1888 για τα νέα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη για την θεραπεία της διφθερίτιδος.
----------------------------------------------------------------------
Αναστάσιος Γεωργιάδης, Αντιπανάκεια, Βιέννη 1810, σελ. 108.
Ιωάννης Ολύμπιος, Εγχειρίδιον της σωματικής ανατροφής των παίδων, Εν Αθήναις 1837, σελ. θ΄.
Ευγένιος Βούλγαρις, Διατριβή περί ευθανασίας, επανατύπωση, Εν Αθήναις 1846, σελ. 53. Πρβλ. Αριστ Ευτυχιάδης, Εισαγωγή εις την Ελληνικήν Θεραπευτικήν από του 1453 μέχρι των μέσων του 19ου αιώνος, Αθήναι 1985, σελ. 134.
Ν. Σιδέρης, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα τον 19ο αιώνα», Τα Ιστορικά, τεύχ. 1, 1983, σελ. 101-120.
Περιοδ. Ερμής ο Λόγιος, Βιέννη 1816, σελ. 281.
Περιοδ. Γαληνός, έτος Β΄, αρ. 15, 12 Απριλίου 1880, σελ. 231-236.
Περιοδ. Γαληνός, έτος Α΄, τόμ. Πρώτος, 1879, σελ. 48, 80, 128, 160, 192, 240, 304 και 368.
Ιωάννης Αδάμης, Σύντομος ερμηνεία περί
ιατρικών, Άλλη 1756, σελ. 59 και 224.
Samuel Andre Tissot, Νουθεσίαι εις τον λαόν, μετάφραση Γεωργίου Βεντότη, Βιέννη 1780, τόμ. Α΄, σελ. 141-151.
Αναστ. Γεωργιάδης, Αντιπανάκεια, Βιέννη 1810, σελ. 224.
Ερμής ο Λόγιος, Βιέννη 1812, σελ. 197.
Διδασκαλία παραινετική περί της χρήσεως της δαμαλίδος, Βιέννη 1805, σελ. 34.
Philosophical Transactions, αρ. 339. Απρόλιος-Μάϊος-Ιούνιος 1714 (τόμ. ΧΧΙΧ, 1714-1716), Λονδίνο 1717, σελ. 72-82 και 393-399 αντίστοιχα.
Δημ. Καραμπερόπουλος, Η ιατρική ευρωπαϊκή γνώση στον ελληνικό χώρο 1745-1821. Βιβλιοθήκη Ιστορίας της Ιατρικής αρ. 1, Αθήνα 2003, σελ. 310-311, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
Σέργιος Ιωάννου, Πραγματείας Ιατρικής, Κωνσταντινούπολις 1818, σελ. 313.
Αναστ. Γεωργιάδης, Αντιπανάκεια, Βιέννη 1810, σελ. 46.
Ι. Λασκαράτος, Σπ. Μαρκέτος, «Νεώτερα στοιχεία δια την εφαρμογήν του εμβολιασμού κατά της ευλογιάς εις τα Επτάνησα», Materia Medica Greca, τόμ. 9, 1981, σελ. 104-109.
Σχετ. βλ. Δημ. Καραμπερόπουλος, «Δαμαλισμός (1798): Οι πρώτες δημοσιεύσεις», Δελτ Α΄ Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών, τόμ. 46, 1999, σελ. 224-230.
Διδασκαλία παραινετική περί της χρήσεως της δαμαλίδος, Βιέννη 1805, σελ. 29.
Samuel Andre Tissot, Νουθεσίαι εις τον λαόν, μετάφραση Γεωργίου Βεντότη, Βιέννη 1780, τόμ. Α΄, σελ. 160-166.
Ιωάννης Αδάμης, Σύντομος ερμηνεία περί
ιατρικών, Άλλη 1756, σελ. 59 και 142.
Μιχαήλ Γεωργίου, Αποθήκη των παίδων εις μεταχείρισιν των μανθανόντων την Γραικικήν γλώσσαν, Βιέννη 1809, σελ. 26.
Πέτρος Ηπήτης, Λοιμολογία, Βιέννη 1816, σελ. 46.
Ιωάννης Νικολίδης, Ερμηνεία περί του πως πρέπει να θεραπεύεται το γαλλικόν πάθος ήγουν η μαλαφράντζα, Βιέννη 1794, σελ. 224.
Σέργιος Ιωάννου, Πραγματείας Ιατρικής, Κωνσταντινούπολις 1818, σελ. 313.
Ανθολογία των κοινωφελών γνώσεων, Εν Αθήναις 1837, σελ. 120 και Σ. Αρχιγένης, Στοιχεία Παθολογικής Ιατρικής, Εν Παρισίοις 1843, σελ. 98.
Διονύσιος Πύρρος, Ιατρικόν Εγκόλπιον, Ναύπλιον, 1831, τόμ. 1, σελ. 126.
Βλ. Γεράσιμος Ρηγάτος, Η Ιστορία της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών, 1835-1985, Αθήνα 1985, σελ. 40.
Ι. Βούρος, «Λειρίου συνωνυμία ελληνική», Ο Νέος Ασκληπιός, Εν Αθήναις 1843, σελ. 137.
Α. Βιτσάρης, Εγχειρίδιον ειδική παθολογίας και θεραπείας των παίδων, Αθήνα 1871, σελ. 493-503.
A. DEspine και C.Picot, Πρακτικόν εγχειρίδιον των νοσημάτων των παίδων, μετάφραση Κ. Κυριαζίδης, εν Αθήναις 1884, σελ. 52.
Jeremy M. Norman, (ed.), Mortons Medical Bibliography, fifth Edition, Scolar Press, Egland 1991, αρ. 5444, σελ. 845.
Π. Ηπήτης, Λοιμολογία, Βιέννη 1816, σελ. 46.
Ερμής ο Λόγιος, 1821, σελ. 142.
Η εν Αθήναις Ιατρική Μέλισσα, τόμ. 5, 1857, σελ. 425.
Α. Βιτσάρης, Εγχειρίδιον ειδική παθολογίας και θεραπείας των παίδων, Αθήνα 1871, σελ. 509.
Ιωάννης Ολύμπιος, Εγχειρίδιον περί της σωματικής ανατροφής των παιδίων, εν Αθήναις 1837
Α. Βιτσάρης, Εγχειρίδιον .., ό.π.,, σελ. 532.
Ερμής ο Λόγιος, 1819, σελ. 357.
Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ. 83, 31 Δεκεμβρίου 1836, σελ. 426-429.
Ανθολογία των κοινωφελών γνώσεων, αρ. 8, Μάϊος 1837, σελ. 120.
Α. Βιτσάρης, Εγχειρίδιον ειδική παθολογίας και θεραπείας των παίδων, Αθήνα 1871, σελ. 293-311.
Γαληνός, έτος Α΄, αρ. 30, 28 ιουλίου 1879, σελ. 76.
A. DEspine και C. Picot, Πρακτικόν εγχειρίδιον των νοσημάτων των παίδων, μετάφραση Κ. Κυριαζίδης, Εν Αθήναις 1884, σελ. 162.
Λ. Δ. Χρήστοβιτζ, Τα νέα φάρμακα ή επιτομή των κυριωτέρων εκ των νεωστί αναφανέντων νέων θεραπευτικών έργων μετά των συνταγών των νέων φαρμάκων, Εν Αθήναις 1888.
|