Από τα μέσα του 18ου αι. άρχισε να αυξάνεται η έκδοση των ιατρικών βιβλίων καθώς και άλλων βιβλίων με ιατρικά θέματα. Στα ιατρικά αυτά κείμενα παρατηρείται μία προσπάθεια των συγγραφέων τους να πλάσσουν τους αντίστοιχους ελληνικούς ιατρικούς όρους για την Ανατομία, τη Φυσιολογία και την Παθολογία. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του καθηγητή της Ιστορίας των Επιστημών και Ακαδημαϊκόυ Μιχαήλ Στεφανίδη, ο οποίος σημειώνει ότι «εκ των καλλιτέρων εργασιών των προεπαναστατικών λογίων είναι η κατάθεση των πρώτων ελληνικών επιστημονικών όρων, οίτινες εν πολλοίς παραμένουν η θεμελιώδης βάσις της στοιχειώδους νεοελληνικής ονοματολογίας». Γι' αυτό εξάλλου ο Αδαμάντιος Κοραής συνιστούσε το 1804 στους Ελληνες τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας για να είναι σε θέση να πλάσσουν τους όρους της νέας γνώσης που μετέφεραν από την Ευρώπη στον ελληνικό χώρο.
Κατά τη διερεύνηση των ιατρικών βιβλίων καθώς και εκείνων των βιβλίων με ιατρικά θέματα, που εκδόθηκαν κατά τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό ή Νεοελληνική Αναγέννηση (δεύτερο μισό 18ου αι. και δύο προεπαναστατικές δεκαετίες), διαπιστώνεται ότι οι συγγραφείς πλάθουν δικούς τους όρους, για να ανταποκριθούν στις μεταφραστικές ανάγκες, εφ' όσον δεν υπήρχε συγκεκριμένη ελληνική ονοματολογία. Ενδεικτικά αναφέρονται μερικές από αυτές τις περιπτώσεις με μνεία του έργου, στο οποίο για πρώτη φορά απαντάται ο όρος και έκτοτε καθιερώνεται στην ελληνική ιατρική ορολογία:
Ο όρος «νευρικόν σύστημα» χρησιμοποιείται από τον Γ. Χρυσοβελόνη, Ομιλία Φυσιολογική, 1802, σ.19 και αργότερα από τον Αναστ. Γεωργιάδη, Αντιπανάκεια, 1810, σ. 534, και Ιατροφιλοσοφική ανθρωπολογία, 1810, σ. 76. Επίσης μνημονεύεται στο προεπαναστατικό περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, 1811, σ. 94, ακόμη από τον Διονύσιο Πύρρο, Φαρμακοποιϊα, 1818, σ. 79, και τον Βενιαμίν Λέσβιο, Στοιχεία της μεταφυσικής, 1820, σ. 24.
Ο όρος «νευρολογία» καταγράφεται από τον Κων. Μιχαήλ, Διατητική 1794, σ. 180, και στη συνέχεια απαντάται στο βιβλίο Αντιπανάκεια, 1810, σ. 534, και στον Ερμή το Λόγιο, 1817, σ. 325. Η «παρεγκεφαλίς» μνημονεύεται από τον Χρυσοβελόνη, σ. 8, ενώ από άλλους συγγραφείς αποκαλείται «μικρός εγκέφαλος», όπως από τον Ανθ. Γαζή, Γραμματική φιλοσοφικών επιστημών, 1799, τόμ. Β΄, σ. 533, και «όπισθεν εγκέφαλος» και «εγκεφαλίσκος» στον Ερμή το Λόγιο 1818, σ. 227. Η ουσία του εγκεφάλου και της παρεγκεφαλίδος διακρίνεται με τους όρους «φλοιώδης ουσία» και «μυελώδης ουσία» από τον Κων. Μιχαήλ, Εγχειρίδιον του σοφωτάτου Τισσότου, 1785, σ. 40, Ανθ. Γαζή, Γραμματική των φιλοσοφικών επιστηνών,1799, σ. 553, ενώ ο όρος «ημισφαίρια εγκεφάλου» καταχωρίζεται από τον Βενιαμίν Λέσβιο, Στοιχεία μεταφυσικής, 1820, σ. 17.
Οι έλικες του εγκεφάλου αποκαλούνται «ειλίγματα», (από τό είλιξ-ικος ποιητικό του έλιξ), στον Ερμή το Λόγιο με παράθεση και του γαλλικού όρου, ενώ ο Γ. Χρυσοβελόνης, Ομιλία φυσιολογική, 1802, σ. 9, τις αναφέρει ως «έλικας», και τις αύλακες «λαβυρίνθους». Αντίστοιχα στον Ερμή το Λόγιο του 1818, σ. 227, χρησιμοποιείται η αρχαία λέξη «όγμος», που σημαίνει αύλαξ. Ο όρος «προμήκης μυελός» καταγράφεται από τον Κωνστ. Μιχαήλ, Εγχειρίδιον του εν ιατροίς σοφωτάτου Τισσότου, 1785, σ. 40, και από τον Κ. Κούμα, Σύνταγμα φιλοσοφίας, 1818, τόμ. 1, σ. 43, ενώ ως «μακρύς μυελός» ονομάζεται από τον Αναστ. Γεωργιάδη, Αντιπανάκεια, 1810, σ. 49.
Οι κοιλίες του εγκεφάλου αποκαλούνται «γαστρίδια», ή «κοιλίδια», από Γ. Χρυσοβελόνη, Ομιλία φυσιολογική, 1802, σ. 9, όπως και στον Ερμή το Λόγιο, 1818, σ. 227. Μάλιστα σημειώνεται ότι περιέχουν ένα λεπτότατον «χυμόν», όπως αποκαλείται το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, ενώ ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, Στοιχεία μεταφυσικής, 1820, σ. 10, το αποκαλεί «νευρικόν ρευστόν». Το μεσολόβιον του εγκεφάλου αποκαλείται «τηλώδες σώμα» από τον Γ. Χρυσοβελόνη, ό. π., σ. 9, τον Βενιαμίν τον Λέσβιο, ό. π., σ. 17 και τον Κ. Κούμα, Σύνταγμα φιλοσοφίας, 1818, τόμ. 1, σ. 43.
Για το μέρος του εγκεφάλου «γέφυρα» από τον Αναστ. Γεωργιάδη, Ιατροφιλοσοφική ανθρωπολογία, 1810, σ. 49, αναφέρεται ως «γέφυρα του Βαρολίου», από το όνομα του ανατόμου ο Constanzo Varolio, (1543-1575), όπως παρατηρεί, που πρώτος την περιέγραψε. Για τα εγκεφαλικά νεύρα χρησιμοποιείται ο όρος «ζεύγη» από τον Ανθ. Γαζή, Γραμματική των φιλοσοφικών επιστημών, 1799, σ. 549, Βενιαμίν Λέσβιο, Στοιχεία μεταφυσικής, 1820, σ. 9, ενώ τον όρο «συζυγίαι νεύρων» χρησιμοποιούν ο Γ. Χρυσοβελόνης, Ομιλία φυσιολογική, 1802, σ. 14 και ο Σέργιος Ιωάννου, Πραγματείας Ιατρικής, 1818, σ. 211.
Τον όρο «συμπαθητικόν νεύρον» αναφέρει ο Γ. Χρυσοβελόνης, ό π., σ. 16, ο οποίος μάλιστα επεξηγεί την ονομασία γράφοντας ότι «το τοις πλείστοις νεύροις συζευγνύμενον και κλάδους παρέχον τη καρδία, και πάσι τοις οργάνοις τοις εν τη κάτω κοιλία και την τούτων πρός άλληλα συμπάθειαν εγείρον». Ονομάζεται και «τρισπλαχνικόν νεύρον» από τον Ιώσηπο Δούκα στον Ερμή το Λόγιο, 1818, σ. 229. Το «φυτικόν νευρικόν σύστημα» μνημονεύεται στον Ερμή το Λόγιο, 1817, σ. 326, 1818, σ. 611, το οποίο σχηματίζει διάφορα πλέγματα, το «ηλιακόν διάπλεγμα ή ακτινοειδές», όπως αποκαλείται το ηλιακόν πλέγμα.
Οι «σπονδυλικές αρτηρίες» μνημονεύονται στον Ερμή το Λόγιο, 1818, σ. 229, ενώ ως «συνεστραμμένες αρτηρίες» αποκλήθηκαν από τον Γρηγ. Βραγκοβάνο, Στοιχεία της λογικής, 1808, σ. 209.
Ο όρος «ουροποιητικόν σύστημα» χρησιμοποιήθηκε από τον Αναστ. Γεωργιάδη, Αντιπανάκεια, 1810, σελ, 110, ενώ ως «ουρικόν σύστημα» αναφέρεται στον Ερμή το Λόγιο, 1814, σ. 119. Ο όρος «ουροδόχος κύστις» μνημονεύεται από τον Δημήτριο Πούλο, Λόγος εισαγωγικός, 1806, σ. 56, τον Κωνστ. Κούμα, Χημείας επιτομή, 1808, τόμ. 2, σ. 204, ενώ ως «ουρική κύστις» απαντάται στον Ερμή το Λόγιο 1817, και ως «φούσκα» αναφέρεται από τον Αντώνιο Στρατηγό, Διδασκαλία θεωρικοπρακτική περί των πυρετών, 1745, σ. 82, τον Ρήγα Βελεστινλή, Φυσικής απάνθισμα, 1790, σ. 131 και τον Κωνστ. Μιχαήλ, Διαιτητική, 1794, σ. 207. Ο όρος «ουρογεννητικά όργανα» μνημονεύθηκε από τον Π. Ηπήτη, Ερμής ο Λόγιος, 1818, σ. 188.
Ο όρος «κυψελίς» των πνευμόνων χρησιμοποιήθηκε από τον Δημ. Μαυροκορδάτο, Ανατομία του ανθρωπίνου σώματος, 1826, σ. 34, ενώ ως «φουσκαλίδες» αποκαλούνται από τον Κήρ. Χαιρέτη, Εγχειρίδιον της των ζώων οικονομίας, 1798, σ. 18, «φυσκαλίδες» από τον Ανθ. Γαζή, ό. π., σ. 554 και «φούσκες» από τον Δημ. Δάρβαρι, Επιτομή φυσικής, 1813, τόμ. Γ΄, σ. 135.
Ο «υπεζωκώς» αναφέρεται από τον Κωνστ. Κούμα, Σειράς στοιχειώδους, 1807, τόμ. 8, σ. 25, ενώ ως «πλευρά» μνημονεύεται από τον Αντ. Στρατηγό, ό. π., σ. 60, τον Ιωάννη Αδάμη, Σύντομος ερμηνεία, 1756, σ. 147, τον Κήρ. Χαιρέτη, ό. π., σ. 15. Από τον όρο «πλευρά» θα ονομάσθηκε και η νόσος «πλευρίτις», γι' αυτό και αποκαλείται «πάθος της πλευράς» από τον Αντ. Στρατηγό.
Η πυλαία φλέψ ονομάζεται «θυρωρός φλέψ» από τον Ανθ. Γαζή, ό. π., σ. 559 και «φλέβα της πόρτας» από τον Κων. Μιχαήλ. ό. π., σ. 54.
Ο όρος «μυικόν σύστημα» χρησιμοποιείται από τον Ιωάννη Ασάνη και αργότερα από τον Π. Ηπήτη στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, 1811, σ. 94 και 1817 σ. 533 αντίστοιχα, και ο όρος «μυολογία» αναφέρεται από τον Αν. Γεωργιάδη, Αντιπανάκεια, 1810, σ. 534 και αργότερα από τον Διονύσιο Πύρρο, Εγκόλπιον των ιατρών, 1831, τόμ. 1, σ. 284.
Οι κινήσεις των μυών διακρίνονται στον Ερμή τον Λόγιο, 1819, σ. 367 ως «προαιρετικής» και «αυτομάτου κινήσεως», ενώ ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, Στοιχεία μεταφυσικής, 1820, σ. 23, τις διακρίνει σε «ακούσιες, εκούσιες κινήσεις», αναφέροντας μάλιστα και παραδείγματα για τις ακούσιες εκείνες κινήσεις της κυκλοφορίας του αίματος, της περισταλτικής κινήσεως των εντέρων και εκείνες των εκκρίσεων.
Οι πυρήνες οστεώσεως των οστών ονομάζονται από τον Νικ. Πίκκολο, Ερμής ο Λόγιος, 1919, σ. 722, ως «σημεία της κοκκαλώσεως» μεταφράζοντας τον γαλλικό όρο, τον οποίο και αναγράφει «les noyaux osseux».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ονοματολογία των κοιλοτήτων της καρδιάς, που καταχωρίζεται στα κείμενα της εποχής αυτής. Το σύγχρονο όρο «κόλπος» χρησιμοποίησε ο Δημ. Νίτζου, στον Ερμή το Λόγιο του 1817. Αλλοι συγγραφείς αναφέρουν τους όρους «ούς», «ωτίον», «ωτίδιον», «ωτίδα», «αυτί», «αυτάκι» και «προαύλιον». Τον σύγχρονο όρο «κοιλία»συναντούμαι στον Κ. Κούμα, Σειράς στοιχειώδους, 1807, τόμ. 8, σ.30, και στον Ερμή το Λόγιο στα 1817, ενώ άλλοι συγγραφείς χρησιμοποίησαν τους όρους «θάλαμος», «γάστρη», «γαστέρα», «γαστρίδιον», «κόλπος», «σάκκος».
Ο όρος «κυκλοφορία του αίματος» είναι ο συνηθέστερος στα ιατρικά κείμενα της προεπαναστατικής εποχής, αλλά έχουν καταγραφεί και οι όροι «περικύκλωση» από τον Αντώνιο Στρατηγό, Διδασκαλία θεωρικοπρακτική, 1745, «περιδρομή» από τον Ιωάννη Αδάμη, Σύντομος ερμηνεία περί...ιατρικών, 1756, σ. 60, και «περιφορά» από τον Κ Κούμα, Σειράς στοιχειώδους, 1807, τόμ. 8, σ. 30. Επίσης ο όρος «κυκλοφορικόν σύστημα» εισάγεται στον Ερμή το Λόγιο, 1811, σ. 94.
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος μνημονεύονται για πρώτη φορά σε ελληνικό βιβλίο, όπως έχουμε δείξει σε σχετική μας μελέτη, στην διδακτορική του διατριβή του Θωμά Μανδακάση, Ομοια των ελλειπόντων ομοίων ιάματα, 1757, σ. 28, ως «τοις ερυθροίς του αίματος σφαιριδίοις». Ως «σωμάτια που κολυμβούν στο υδατώδες υγρόν του αίματος» χαρακτηρίζονται από τον Αντ. Στρατηγό, ό. π., σ. 5, ως «σφαιρίδια ερυθρά»από τον Ιωάννη Λίτινο, Εγχειρίδιον μεταφυσικο-διαλεκτικόν, 1796, σ. 103, ως «κόκκινα σφαιρίδια» από τον Ανθ. Γαζή, Γραμματική των φιλοσοφικών επιστημών, 1799, σ. 555 και τον Κηρ. Χαιρέτη, Εγχειρίδιον περί της των ζώων οικονομίας, 1798, σ. 42. Επίσης ως «ερυθρά του αίματος μόρια» τα μνημονεύει ο Γ. Χρυσοβελόνης, Ομιλία φυσιολογική, 1802, σ. 13, απλά ως «σφαιρίδια» αποκαλούνται στον Ερμής το Λόγιο, 1819, σ. 365 και από τους αδελφούς Καπετανάκη, Εικονολογία παιδική, 1812, τόμ. 2, αρ. 12, ενώ ως «πυρώδη μερίδια» αναφέρονται από τον Κ. Κούμα, Σειράς στοιχειώδους, 1807, τόμ. 8, σ. 35.
Οι όροι «πνευμονική αρτηρία» «πνευμονική φλέβα» καταγράφονται από τον Ρήγα Βελεστινλή, Φυσικής απάνθισμα, 1790, σ. 154, «ομφαλική αρτηρία», «κατιούσα αορτή» από τον Ανθ. Γαζή, Γραμματική των φιλοσοφικών επιστημών, 1799, σ. 552, «σπονδυλική αρτηρία» από τον Ιώσηπο Δούκα στον Ερμή το Λόγιο, 1818, σ. 229, «τριχοειδή αγγεία», στον Ερμή το Λόγιο, 1820, σ. 542, «βρογχικά αγγεία» από τον Κηρ. Χαιρέτη, Εγχειρίδιον..., ό. π., 1798, σ. 19, και «φλεβώδες, αρτηριώδες αίμα» στον Ερμή το Λόγιο, 1816, σ. 84.
Επίσης εισάγονται οι όροι «αρθρικόν υγρόν» και «γραστρικόν υγρόν» από τον Κ. Κούμα, Χημείας επιτομή, 1808, Β΄, σ. 174 και 195 αντίστοιχα και «παγκρεατικόν υγρόν» από τον Κ. Κούμα, Σειράς στοιχειώδους, 1807, τόμ. 8, σ. 24.
Κατά την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού δημιουργούνται οι όροι «παθολογική ανατομία», «παθολογική φυσιολογία» από τον Δημ. Νίτζου στον Ερμή το Λόγιο, 1817, σ. 631 και 326, «πειραματική φυσιολογία» από τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, Απολογία, 1780, σ. 140 , «παθολογία» από τον Δη. Καρακάσση, Περί της φλεβοτομίας, 1760, σ. 26, «τοξικολογία» στον Ερμή το Λόγιο, 1818, σ. 425. Προσθέτουμε ακόμη τους όρους «φαρμακολογία», «φαρμακογνωσία», «φαρμακευτική χημεία», που εισάγονται από τον Δημ. Νίτζου στον Ερμή το Λόγιο, 1818, σ. 474, 484 και 473 αντίστοιχα, και «φαρμακευτική» από τον Διον. Πύρρο, Φραμακοποιϊα γενική, 1818, σ. ιβ΄.
Για τη νόσο «σκορβούτο», που είναι λατινικός όρος, μερικοί συγγραφείς προσπαθούν να αποδώσουν την κλινική συμπτωματολογία με όρους ελληνικούς, γι αυτό και χρησιμοποιούν τους όρους «στομακακία» και «σκελοτύρβη» από τον Ιωάννη Αδάμη, Σύντομος ερμηνεία, 1756, σ. 49, όρος που μνημονεύεται από τον Γαληνό, στο «΄Οροι ανατομικοί». Επίσης ως «πελίωσις» χρησιμοποιείται από τον Π. Ηπήτη, Λοιμολογία 1816, σ. 60, όρος που αναφέρεται στην Ιπποκρατική Συλλογή, «Περί άρθρων, 86» και «στομακάκη» από τους αδελφούς Καπετανάκη, Εικονολογία παιδική 1812, τόμ. 6, αρ. 45. Ο Σέργιος Ιωάννου, Πραγματείας Ιατρικής, 1818, σ. 195, αναφέρει τον όρο «σκόρβουτος» ή «στομακάκη» παραθέτοντας και τον λατινικό όρο «Scorbutus».
Για την εξανθηματική παιδική νόσο χρησιμοποιήθηκε τελικά ο όρος «ιλαρά» από τον Σέργιο Ιωάννου, Πραγματείας Ιατρικής, 1818, σ. 552 και ο όρος «σακχαρώδης διαβήτης» καταχωρίσθηκε στο προεπαναστατικό περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, 1814, σ. 118, από τον Ιωάννη Ασάνη.
*****
Από τον ενδεικτική αυτή σύντομη αναφορά διαπιστώνεται ότι από τους συγγραφείς των ιατρικών θεμάτων της εποχής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ή Νεοελληνικής Αναγέννησης καταβάλλονται προσπάθειες να καθιερώσουν συγκεκριμένους ελληνικούς ιατρικούς όρους, εκ οποίων ορισμένοι έκτοτε καθιερώθηκαν στη σύγχρονη Ελληνική Ιατρική Ορολογία.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι συγγραφείς των ιατρικών θεμάτων κατά την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (Νεοελληνικής Αναγέννησης), δεύτερο μισό του 18ου αι. και τις δύο προεπαναστατικές δεκαετίες, κατέβαλαν προσπάθειες να πλάσσουν ιατρικούς όρους κατά τη μεταφορά της νέας ιατρικής γνώσης από την Ευρώπη στον ελληνικό χώρο. Οι ιατρικοί αυτοί όροι έκτοτε αποτέλεσαν τη βάση της Ελληνικής Ιατρικής Ορολογίας.
SUMMARY
The writers of medical subjects during the period of Neo-Hellenic Enlightenment, in the second half of 18th century and the two pro-revolutionary decades, tried to create medical terms during the transfer of new medical knowledge from Europe to the Greek region. Since then these medical terms have made up the base of the Greek Medical Terminology.
--------------------------------------------------------------------------------
Μιχαήλ Στεφανίδης, Αι φυσικαί επιστήμαι εν Ελλάδι πρό της Επαναστάσεως, Αθήναι 1926, σ. 54.
Αδαμάντιος Κοραής, Ηλιοδώρου Αιθιοπικών, Παρίσι 1804, μέρος Α΄, σ. νγ΄.
Για τους συγγραφείς και τα ιατρικά τους έργα, που μνημονεύονται στη συνέχεια, βλ. Δημ. Καραμπερόπουλος, Η ιατρική ευρωπαϊκή γνώση στον ελληνικό χώρο, 1745-1821, Βιβλιοθήκη Ιστορίας της Ιατρικής, αρ, 1, εκδ. Αθ. Σταμούλη, Αθήνα 2003.
Ο όρος «υπεζωκώς» μνημονεύεται από τον Γαληνό, Περί ανατομικών εγχειρήσεων, Βιβλίον ΄Εβδομον, κεφ. β΄ (έκδ. G.C. Kuehn, 1821, επανατύπωση George OlmsVerlag, Hildesheim, Zuerich, New York 2001, σ. 591) και πιθανόν ο Κ. Κούμας να μετέφερε από εκεί τον όρο αυτό.
Αναλυτικότερα για την χρησιμοποιηθείσα αυτή ορολογία των κοιλοτήτων της καρδιάς βλ. Δημ. Καραμπερόπουλος, Η ιατρική ευρωπαϊκή γνώση..., ο. π., σ. 234-236.
Δημ. Καραμπερόπουλος, Οι γνώσεις ανατομίας και φυσιολογίας του Θεσσαλού διδασκάλου του Γένους Ανθ. Γαζή, 1993, σ. 41.
Αναφέρεται ως στομακάκη από τον Στράβωνα, 16, 4, 24 και Πλίνιο, Φυσική Ιστορία, 25, 20.
Ο όρος σκελοτύρβη (=χωλότης) αναφέρεται από τον Στράβωνα, 16, 4, 24, όπως επίσης από τον Γαληνό, Οροι ιατρικοί, (έκδ. G. C. Kuehn, 1830, επανατύπωση 2001, τόμ. 19, σ. 427). Τον όρο «τύρβη» αναφέρει η Ιπποκρατική Συλλογή, «Περί αγμών» 766, (Περί καταγμάτων, από το ρήμα άγνυμι=θραύω, σπάζω, συντρίβω).
Από το «πελιός» « κυρίως επί μερών του σώματος προσλαβόντων χρώμα μελανίζον ένεκα συσσωρεύσεως αίματος εκ διαρραγέντων αιματικών αγγείων. Υπομέλας, μελανοκίτρινος. Ιπποκρατική Συλλογή, Γυναικείωv Δεύτερον, 174 «και τα ενήσιν ιγνύσι πέλια γίνεται» (οι ιγνύες μελανιάζουν). Αναφέρεται στο Ιπποκρ. Περί αγμών, 86
|