|
Επικοινωνία Εκτύπωση English | |
Αρχική Σελίδα | Προηγούμενη | Επόμενη |
|
ΔΗΜ. ΚΑΡΑΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Γαληνός σε έργα του κάνει αναφορά στην ανατομία και τη λειτουργία της καρδιάς και των βαλβίδων της, όπως και στις αρτηρίες και φλέβες. Ωστόσο δεν έφτασε να διατυπώσει την κυκλοφορία του αίματος, που αιώνες αργότερα επιτεύχθηκε από τον William Harvey, ο οποίος μάλιστα τόνιζε ότι στηρίχθηκε στις έρευνες του Γαληνού. Χαρακτηριστικά ο Harvey σημείωνε στο Ημερολόγιό του, «Θέλω να πιστεύω μέχρι την ημέρα του θανάτου μου ότι η εργασία μου συνεχίζει εκείνη του Αριστοτέλη και Γαληνού». Μάλιστα στη σημαντική εργασία του για την κυκλοφορία του αίματος, αποκάλεσε τον Γαληνό, «μεγάλο άνδρα» και «πατέρα όλων των ιατρών». Στη σύντομη μελέτη μας θα δοθεί μια εξήγηση γιατί ο Γαληνός με τις τόσες γνώσεις και πειράματα που είχε διενεργήσει δεν διατύπωσε την κυκλοφορία του αίματος.
*** Ο Γαληνός περιγράφει τη θέση της καρδιάς στη θωρακική κοιλότητα, αναφέρει το κωνοειδές σχήμα της, τα τρία είδη των μυών, που συμμετέχουν στην κατασκευή του μυικού τοιχώματος, ευθείς, κυκλοτερείς και λοξές μυικές ίνες. Μάλιστα τονίζει ότι η κατασκευή της καρδιάς στα ζώα και δεν εξαρτάται από το μέγεθος του κάθε ζώου. Στα πειράματά του παρατήρησε ότι η κίνηση της καρδιάς είναι αυτόνομη και δεν εξαρτάται από το νευρικό σύστημα, τον εγκέφαλο, διότι συστέλλεται και μετά την αφαίρεση της από την θωρακική κοιλότητα. Μάλιστα σε άλλο έργο του επισημαίνει ότι η λειτουργία της καρδιάς είναι συνεχής και ακούσια, που δεν εξαρτάται από τη βούληση του ανθρώπου. Περιγράφει τους υμένες που βρίσκονται στα στόμια της καρδιάς, οι οποίοι είναι σαν γλωχίνες και γι’ αυτό οι υμένες της δεξιάς κοιλίας από τους Ερασιστρατείους ιατρούς αποκλήθηκαν «τριγλώχινες», όρος που έχει έκτοτε μέχρι σήμερα καθιερωθεί. Ομοίως περιγράφει τη λειτουργία τους, που σκοπό έχουν να εμποδίζουν το αίμα να παλινδρομεί. Τρεις επίσης υμένες βρίσκονται και στο έτερο στόμιο της δεξιάς κοιλίας, όπου αρχίζει η πνευμονική αρτηρία, τις οποίες αποκαλεί «σιγμοειδείς». Επισημαίνει ότι κατά την διαστολή της καρδιάς ανοίγουν τα στόμια για να εισαχθεί το αίμα, ενώ παράλληλα κλείνουν τα έτερα αντίστοιχα στόμια για να συμβάλλουν στην προώθηση του αίματος στα αγγεία. Ο Γαληνός παρατήρησε ότι και οι δύο κοιλίες της καρδιάς συστέλλονται και διαστέλλονται συγχρόνως καθώς και οι αρτηρίες του σώματος και ότι στην καρδιά εισάγεται το αίμα από την κοίλη φλέβα που έρχεται από το ήπαρ. Περιγράφει την είσοδο του αίματος από την κοίλη φλέβα με το άνοιγμα των τριγλώχινων βαλβίδων προς τα μέσα στην κοιλότητα και το κλείσιμό τους για να μην επιστρέψει το αίμα πίσω στη φλέβα κατά τη συστολή της δεξιάς κοιλίας και αντίστοιχο άνοιγμα προς τα έξω των σιγμοειδών βαλβίδων για να διοχετευθεί το αίμα στην πνευμονική αρτηρία και από εκεί στον πνεύμονα με κλείσιμο των βαλβίδων αυτών για να μην επιστρέψει στην δεξιά κοιλία το αίμα. Η ίδια διαδικασία πραγματοποιείται και στην αριστερά κοιλία, μόνο που επισημαίνει ότι η μιτροειδής βαλβίδα έχει δύο υμένες και όχι τρεις όπως η αντίστοιχη στη δεξιά κοιλία. Τονίζει ακόμη ότι το αίμα από την αριστερά κοιλία κατά τη συστολή της και τη διάνοιξη των βαλβίδων προς τα έξω διοχετεύεται στην αορτή δια της οποίας μεταφέρεται σε όλο το σώμα. Επισημαίνει ακόμη ότι κατά την πειραματική περίδεση των αρτηριών, αυτές καθίστανται άσφυγμες πέρα από την περίδεση. Επισημαίνει την ομοιότητα του αίματος της δεξιάς κοιλίας με το αίμα των φλεβών, όπως αντίστοιχα το αίμα της αριστεράς κοιλίας με το αίμα των αρτηριών, καθώς επίσης και για τη διαφορά του χρώματος του αίματος των φλεβών και των αρτηριών επεξηγώντας τον τόπο παραγωγής του, στο ήπαρ του αίματος των φλεβών και στην αριστερά καρδία του αρτηριακού αίματος. Υποστηρίζει ότι από την αριστερά κοιλία μεταφέρεται με το αίμα και το «πνεύμα» στην αορτή και σε όλο το σώμα. Μάλιστα παρατηρεί ότι στις αρτηρίες είναι «ολίγου, λεπτού και ατμώδους αίματος», ενώ αντίστοιχα οι φλέβες πληρούνται «ελαχίστου πνεύματος, ομιχλώδους τε και παχέος» αίματος. Θεωρούσε ότι υφίσταται αόρατη επικοινωνία μεταξύ των αρτηριών και των φλεβών και τούτο το τεκμηρίωνε πειραματικά με την τρώση ενός αγγείου, δια του οποίου κενούται όλο το αίμα του ζώου, από τις αρτηρίες και τις φλέβες. Επισημαίνει ότι τρία αγγεία διαπλέκονται στο παρέγχυμα του πνεύμονος, οι κλάδοι της τραχείας αρτηρίας, οι κλάδοι της πνευμονικής αρτηρίας την οποία αποκαλεί «αρτηριώδη φλέβα», που εξέρχεται από την δεξιά κοιλία, και οι κλάδοι της πνευμονικής φλέβας αποκαλούμενη «φλεβώδη αρτηρία» που κατευθύνεται στην αριστερή κοιλότητα της καρδιάς. Μάλιστα συμπληρώνει ότι στην δεξιά κοιλότητα της καρδιάς καταφύεται η «εξ ήπατος αναφερομένη φλέψ», η οποία εισάγει το αίμα στην καρδιά . Παρατηρεί ότι στις φλέβες υπάρχει ένας χιτώνας ενώ στις αρτηρίες δύο χιτώνες και ότι η πνευμονική αρτηρία (αρτηριώδης φλέβα) έχει ένα χιτώνα, όπως οι φλέβες, ενώ η αορτή έχει δύο χιτώνες και αποτελεί την αρχή όλων των αρτηριών. Μάλιστα αναφέρει ότι ο Ηρόφιλος θεωρούσε το πάχος της αρτηρίας εξαπλάσιο της φλεβός. Για το τοίχωμα των αρτηριών που είναι παχύτερο από εκείνο των φλεβών, ο Γαληνός επεξηγεί πως αυτό συμβαίνει διότι το «πνεύμα», που βρίσκεται στις αρτηρίες, είναι «λεπτόν και κούφον και ταχύ» και ως εκ τούτου εύκολα μπορεί να φύγει από το τοίχωμα των αρτηριών αν δεν έχουν παχύ τοίχωμα. Γι’ αυτό στην ερώτηση που του τέθηκε γιατί στα αγγεία του πνεύμονος η σύσταση είναι αντίθετη «αρτηριώδους μεν γε της φλεβός αποτελεσθείσης, φλεβώδους ης αρτηρίας», απαντάει ότι η πνευμονική φλέβα, που περιέχει αρτηριώδες αίμα ,πρέπει να είναι «στεγανή», ενώ η πνευμονική αρτηρία που περιέχει φλεβικό αίμα από την δεξιά κοιλία πρέπει να είναι «μανή», χαλαρή. Και ακόμη πίστευε ότι το αίμα δημιουργείται στο ήπαρ και όχι στην καρδιά. Ο Γαληνός υποστήριζε ότι στο διάφραγμα της καρδιάς υπάρχουν «διατρήσεις», δια των οποίων το αίμα περνά από τη δεξιά κοιλία στην αριστερά και η αορτή παραλαμβάνει περισσότερο αίμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να εξηγήσει τη μεγαλύτερη διάμετρο της κοίλης φλεβός που φθάνει στην καρδιά από την πνευμονική αρτηρία, καθώς και της αορτής από την πνευμονική φλέβα. Περιγράφει την πνευμονική φλέβα την οποία αποκαλεί «αρτηρία φλεβώδης», η οποία διακλαδίζεται αρχικά σε όσους λοβούς είναι ο πνεύμονας, και στη συνέχεια συνεχώς, παρομοιάζοντας με του δένδρου τις διακλαδώσεις των βλαστών του, μέχρι να «αναλωθή σύμπασα», που τελικά συναντά τα πέρατα της τραχείας αρτηρίας. Επίσης σε άλλο έργο του επισημαίνει ότι η τραχεία αρτηρία διανέμεται μαζί με τα αγγεία της καρδιάς στους λοβούς του πνεύμονος. Μνημονεύει την άνω και κάτω κοίλη φλέβα, επισημαίνοντας ότι η κάτω κοίλη είναι ευρύτερη, διότι είναι περισσότερα τα όργανα στα οποία πρέπει τροφή να χορηγήσει, γνώμη που συχνά την αναφέρει. Υποστηρίζει ότι οι φλέβες δεν έχουν αρχή την καρδιά, όπως οι αρτηρίες, αλλά το ήπαρ, άποψη την οποία είχε διατυπώσει ο Ιπποκράτης, όπως αναφέρει ο Γαληνός. Μάλιστα σύμφωνα με τις εμπειρίες από τις ανατομές του, ο Γαληνός επεξηγεί ότι η φλέβα από το ήπαρ δίνει «αποβλάστημα» στην καρδιά. Και επί πλέον κάνει σύγκριση με την εκ της αριστεράς κοιλίας εξερχόμενη αορτή, η οποία δίνει δύο μεγάλους κλάδους για το άνω και κάτω μέρος του σώματος, ενώ από την δεξιά κοιλία δεν εκφύεται φλέβα, που να δίνει αντίστοιχα δύο κλάδους για το άνω και κάτω μέρος του σώματος. Γι’ αυτό και διερωτάται ότι η δεξιά κοιλία της καρδιάς δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως αρχή των φλεβών, ερώτημα που διευκολύνει να κατανοήσουμε γιατί δεν έφτασε ο Γαληνός στην σύλληψη της ιδέας της κυκλοφορίας του αίματος. Ακόμη τονίζει ότι όλες οι φλέβες του σώματος εκπορεύονται από την εκ των πυλών του ήπατος κοίλη φλέβα.. Παρόμοια γράφει και σε άλλο έργο του. Μάλιστα αναφέρει ότι αν οι φλέβες είχαν ως αρχή την καρδιά τότε το μέρος της κοίλης πριν από την καρδιά θα έπρεπε να ήταν ευρύτερο από τα άλλα μέρη της. Επισημαίνει ακόμη ότι οι φλέβες θα έσφυζαν αν η αρχή τους ήταν από την καρδιά. Επίσης τονίζει ότι οι φλέβες δεν έχουν αρχή την καρδιά εκ του γεγονότος ότι η πρώτη γένεση των φλεβών είναι από το ήπαρ. Παρόμοια επισημαίνει ότι οι φλέβες στο χόριο του εμβρύου που συνάπτονται με την μήτρα είναι αποβλαστήματα της εκ του ήπατος ορμημένης. Ίσως αυτή η παρατήρηση του Γαληνού να είναι μια από τις αιτίες που υποστήριζε ότι οι φλέβες αρχή έχουν το ήπαρ. Μάλιστα έκανε και πειράματα για να εξακριβώσει ότι οι σφύξεις στο χόριο είναι από την καρδιά του εμβρύου. Επίσης τόνιζε ότι το «πνεύμα» στο έμβρυο προσφέρεται από το αίμα της μητέρας, διότι ο πνεύμονάς του δεν λειτουργεί. Ο Γαληνός παραθέτει τέσσερα επιχειρήματα για να υποστηρίξει την άποψή του ότι οι φλέβες έχουν ως αρχή το ήπαρ και όχι την δεξιά κοιλία της καρδίας. Συγκεκριμένα ως πρώτη απόδειξη θεωρεί ότι όλες οι φλέβες είναι κλάδοι της κοίλης φλέβας και εξ αυτής διανέμονται σε όλο το σώμα. Για δεύτερη απόδειξη τονίζει πως είναι το γεγονός ότι οι φλέβες από τον στόμαχο, το λεπτό έντερο, το τυφλόν, το κώλο, το απευθυσμένο, τον σπλήνα και το επίπλουν δεν εκφύονται από την κοίλη φλέβα αλλά εκ των πυλών του ήπατος αρχίζουν. Γι’ αυτό και ερωτά ο Γαληνός πώς είναι δυνατόν αρχή των φλεβών να είναι η δεξιά κοιλία της καρδιάς, όταν αυτές οι φλέβες δεν συνάπτονται με την καρδιά. Ως τρίτη απόδειξη θεωρεί την παρατήρηση του πως κατά τις ανατομές των ιχθύων δεν βρίσκεται δεξιά κοιλία, ούτε πνεύμονας. Και για τέταρτη τέλος απόδειξη ότι οι φλέβες δεν έχουν ως αρχή την καρδιά, επισημαίνει πως όπως η αρτηρία που αρχίζει από την αριστερά κοιλία και αμέσως διακλαδίζεται σε δυο κλάδους, έτσι θα έπρεπε να γίνεται και με την κοίλη φλέβα αν η καρδιά ήταν αρχή των φλεβών . Και καταλήγει ο Γαληνός πως αυτές είναι οι τέσσερις αποδείξεις ότι οι φλέβες έχουν αρχή το ήπαρ και όχι την καρδιά, «αύται τέτταρες αποδείξεις εισίν ειρημέναι κατά το της προκειμένης πραγματείας έκτον γράμμα τοις ειδόσι». Ωστόσο ο Γαληνός μνημονεύει στα έργα του και τις αντίθετες απόψεις, που μερικοί υποστήριζαν πως η καρδιά όχι μόνον των αρτηριών αλλά και των φλεβών είναι η κινητήρια δύναμη. Μάλιστα σε άλλο σημείο αναφέρει ότι ο Ερασίστρατος θεωρούσε την καρδιά ως αρχή και των αρτηριών και των φλεβών, τονίζοντας ότι οι φλέβες καταλήγουν στην καρδιά.
***
Τα παραπάνω μνημονευθέντα στοιχεία του Γαληνού σχετικά με τις παρατηρήσεις του για τη λειτουργία της καρδιάς και των αγγείων, δείχνουν ότι βρίσκονταν στο τελικό σημείο για να διατυπώσει την κυκλοφορία του αίματος. Όμως η εμμονή του στην άποψη ότι οι φλέβες δεν έχουν ως αρχή την καρδιά, αλλά το ήπαρ, τον εμπόδισε να συλλάβει την κυκλική κίνηση του αίματος, την κυκλοφορία του αίματος. Την άποψή του αυτή για την αρχή των φλεβών από το ήπαρ την είχε διατυπώσει ο Ιπποκράτης, «ρίζωσις φλεβών το ήπαρ, αρτηριών η καρδία» και την μνημονεύει ο Γαληνός στα έργα του. Η εμμονή του αυτή αποτυπώνεται ιδιαίτερα στο κείμενο, στο οποίο παράθεσε τέσσερα επιχειρήματα ως «αποδείξεις» για να υποστηρίξει την άποψή του. Αίσθηση πάντως προκαλεί το γεγονός ότι μνημονεύει την φράση του Πλάτωνα (Τίμαιος 70Β), ότι η καρδιά είναι η αιτία του «περιφερομένου αίματος», επισημαίνοντας ότι το αίμα μέσω της καρδιάς περιφέρεται, κάνει δηλαδή κύκλο. Ωστόσο παρατηρήσαμε ότι στα έργα του Γαληνού απουσιάζει η χρησιμοποίηση του όρου «περιφερομένου αίματος», ή παρόμοιου όρου περί κυκλικής φοράς, κυκλοφορίας του αίματος, εκτός βέβαια της αναφοράς αυτής στον Πλάτωνα. Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι ο Γαληνός επισημαίνει πως δίπλα στην αρτηρία υπάρχει μια αντίστοιχη φλέβα, στοιχείο το οποίο όμως το προσπερνά χωρίς να το διερευνά. Ακόμη, ως ιατρός είχε πολλές φορές χειρουργικά περιποιηθεί τραύματα, όπως για παράδειγμα τα τραύματα των μονομάχων, και περιγράφει τους τρόπους θεραπείας των αιμορραγιών τόσο των αρτηριών όσο και φλεβών. Επισημαίνει ότι τα μικρά αγγεία που αιμορραγούν δυνατόν να παύσει η αιμορραγία τους με τα ισχαιμικά επιθέματα. Εάν όμως είναι μεγάλα τα αγγεία, αρτηρία ή φλέβα, τότε το καλλίτερο που πρέπει να γίνει είναι η περίδεση του σχετικού αγγείου. Ωστόσο δεν έδωσε την ανάλογη σημασία στη ροή του αίματος των φλεβών προς την καρδιά. Επίσης, ενώ είχε διαπιστώσει και πειραματικά με την περίδεση των αρτηριών την κατεύθυνση του αίματος από την καρδιά στην αορτή και στη συνέχεια σε όλο το σώμα, δεν εφήρμοσε την ίδια τακτική, την περίδεση δηλαδή των φλεβών, ώστε να διαπιστώσει την κατεύθυνση του αίματος από την περιφέρεια προς την καρδιά, κάτι που εφήρμοσε αιώνες αργότερα ο W. Harvey. Αντίθετα ο Γαληνός επέμενε στην άποψή του ότι οι φλέβες ξεκινούν από το ήπαρ και διανέμονται σε όλο το σώμα, μεταφέροντας το αίμα.
***
Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι η εμμονή του Γαληνού στην άποψή του ότι οι φλέβες έχουν αρχή το ήπαρ, από το οποίο διανέμονται σε όλο το σώμα και όχι την καρδιά, όπως οι αρτηρίες, δεν τον άφησε να παρατηρήσει την ροή των φλεβών, από την περιφέρεια προς την καρδιά, όπως εφήρμοσε για τη ροή των αρτηριών, από την καρδιά προς την περιφέρεια, παρά το γεγονός ότι είχε πολλές σχετικές παρατηρήσεις, και να διατυπώσει κατ’ αυτόν τον τρόπο την κυκλοφορία του αίματος. Τις παρατηρήσεις του όμως αυτές συνέχισε ο W. Harvey και τεκμηρίωσε κατ’ αυτόν τον τρόπο την κυκλοφορία του αίματος το 1628, ο οποίος μάλιστα εκτός των άλλων αναφορών στον Γαληνό παρέθεσε και χωρία από το έργο του, «Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων», στο 7ο κεφάλαιο της διατριβής περί της κυκλοφορίας του αίματος.
Γαληνού, «Περί ανατομικών εγχειρήσεων» βιβλίο έβδομο, «Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων» βιβλίο έκτο, και «Περί των καθ’ Ιπποκράτην και Πλάτωνα δογμάτων» βιβλίο έκτο. Παραπέμπουμε στην έκδοση του C. G. Kuehn (ed.), Κλαυδίου Γαληνού Απαντα Claudii Galeni, Opera Omnia, Leipzing, 1821-1830, επανατύπωση, Georg Olms, 2001, τόμ. ΙΙ, σελ. 588 και εξ., τόμ. ΙΙΙ, σελ. 432 και εξ. και τόμ. V, σελ. 531 και εξ., αντίστοιχα. William Harvey, Exercitatio anatomica de motu cordis et sanguinis in animalibus, Frankfurt 1628. Μεταφράστηκε στα Αγγλικά από την Gweneth Whitteridge, An anatomical disputation concerning the movement of the heart and blood in living creatures, έκδοση Blackwell Scientific Publication, Οxford 1976. Πρβλ. Δημήτριος Καραμπερόπουλος, Γεώργιος Ανδρούτσος, «Αναφορές στον Αριστοτέλη και Γαληνό του William Harvey στο έργο του De motu cordis (1628)», Ιατρική, τόμ. 99, τεύχ. 4, Απρίλιος 2011. Jean Hamburger, The Diary of William Harvey, μετάφραση στα Αγγλικά από Barbara Wright, Rutgers University Press, New Brunswick, New Jersey, 1992, σελ. 95. William Harvey, An anatomical disputation concerning the movement of the heart and blood in living creatures, αγγλική μετάφραση, ό. π., σελ. 70. Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 437-438, «σάρξ εστιν η καρδία σκληρά και δυσπαθής, εξ ινών πολυειδών συγκειμένη…η καρδία δε και ταύτας αμφοτέρας έχει, και τρίτας επ’ αυταίς τας λοξάς». Kuehn, τόμ.. ΙΙΙ, σελ. 442, «την αυτήν γαρ ακριβώς έχει κατασκευήν καρδίας ίππος ο μέγιστος ελαχίστω στρουθίω, καν ει μυν ανατέμοις, καν ει βουν, καν ει τι των άλλων ζώων, καν έτι μικρότερον ει τι μυός ή μείζον βοός, άπασιν αυτοίς ο τ’ αριθμός ίσος ο των κοιλιών, η τ’ άλλη κατασκευή της καρδίας η αυτή». Kuehn, τόμ. V, σελ. 531, «μόνη δ’ η καρδία πάντων των εν τω ζώω μορίων εξαιρουμένη μέχρι πλείστου διαφυλάττουσα την κατά φύσιν ενέργειαν, ως αρχή κινήσεως εαυτή τε και τοις αφ’ εαυτής». Ομοίως και Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 614, «αλλά και το του θώρακος εξαιρεθείσαν την καρδίαν, άχρι πολλού φαίνεσθαι κινουμένην». Kuehn, τόμ., τόμ. V, σελ. 548-549, «ως υμένες επιφύκασι τοις στόμασι των αγγείων, οις εις υπηρεσίαν υλών εισαγωγής τε και αύθις εξαγωγής η καρδία προσχρήται….εισί δ’επί μεν τω στόματι της κοίλης φλεβός τρεις ακίδων γλωχίσιν ομοιότατοι την σύνταξιν, όθεν, οίμαι, και τριγλώχινας ένιοι των Ερασιστρατείων εκάλεσαν αυτούς. Επί δε της αρτηρίας της φλεβώδους (ούτω δε ονομάζω την εκ της αριστεράς κοιλίας της καρδίας εις τον πνεύμονα κατασχιζομένην) ομοιότατοι με το είδος, αριθμώ δ’ ουκ ίσοι. Μόνω γαρ τούτω τω στόματι δυοίν υμένων επίφυσις εστι, των δ’άλλων στομάτων εκατέρω τρεις υμένες εισίν άπαντες σιγμοειδείς». Βλ. Δημ. Καραμπερόπουλος, «Ιατρικοί όροι του Γαληνού στη Νεοελληνική Ιατρική Ορολογία», Επετηρίδα Ιδρύματος Νεοελληνικών Σπουδών, τόμ. 14, Αθήναι 2009, σελ. 117-133. Και αυτοτελώς, Αθήνα 2009. Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 460, «χρεία δ’ αυτών εστιν απάντων μεν κοινή, κωλύσαι παλινδρομείν εις τουπίσω τας ύλας. Ιδία δ΄ εκατέρων, των μεν εξαγόντων αυτάς εκ της καρδίας, ώστε μηκέτ’ εις εκείνην επανέρχεσθαι, των δ’ εισαγόντων, ως μηκέτ’ αντεκρείν εξ αυτής…αλλ’ εστι τέτταρα τα πάντα στόματα, δύο καθ’ εκατέραν κοιλίαν, εισάγον μεν το έτερον, εξάγον δε το λοιπόν». Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 616-617, «δύο δε ταύτα εισιν, έν καθ’ εκάτερον των εισαγόντων αγγείων τα ύλας, εν μεν τοις δεξιοίς μέρεσι κατά την της φλεβός έμφυσιν εις την ενταύθα κοιλίαν της καρδίας, εν δε τοις αριστεροίς κατά την της αρτηρίας της φλεβώδους. Αναπτύξαντος δε σου ταυτί τα ώτα, τότε το σώμα της καρδίας αυτό φανείται και των ειρημένων στομάτων εκάτερον,, είθ’ υμένες οι κατά την έμφυσιν επικείμενοι, τρεις μεν επί της δεξιάς κοιλίας, δύο δ’ επί της αριστεράς, ων το σχήμα της συνθέσεως έοικε ταις των βελών γλωχίσι. Ταύτα τοι και τριγλώχινας αυτάς ωνόμασαν ένιοι ανατομικών….και τα λοιπά δύο στόματα των εξαγόντων τα ύλας αγγείων, εκ μεν της δεξιάς κοιλίας εις τον πνεύμονα το της αρτηριώδους φλεβός, εκ δε της αριστεράς εις όλον του ζώου το σώμα το της μεγάλης αρτηρίας. Εφ ών αυ πάλιν εκατέρωθεν θεάση τρεις υμένας σιγμοειδείς το σχήμα, νεύοντας έξω της καρδιας, ώσπερ οι τριγλώχινες είσω». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 490, «η καρδία κατά τον του διαστέλλεσθαι καιρόν έλκουσα τας ρίζας των υμένων ανοίγνυσι μεν τα των εισαγόντων τας ύλας αγγείων στόματα, κλείει δε τα των εξαγόντων». Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 640, «θεάσασθαι της καρδίας αμφοτέρας τας κοιλίας σφυζούσας ομοίως…κατά τον αυτόν χρόνον τε και ρυθμόν αι καθ΄ όλον τα ζώον αρτηρίαι διαστέλλονται και συστέλλονται». Kuehn, τόμ. III, σελ. 476, «τεττάρων όντων εν τη καρδία στομάτων, τρείς μεν εφ’ εκάστω των άλλων υμένες εισί, δύο δ’επί της αρτηρίας της φλεβώδους». Kuehn, τόμ. V, σελ. 149-150, «ει γουν εθελήσης ή τας δια των βουβώνων επί τα σκέλη καθηκούσας αρτηρίας, ή τας δια των μασχαλών εις τας χείρας βρόχω διαλαβείν, ασφύκτους μεν ευθέως εργάση τας εν τοις κώλοις απάσας». Kuehn, τόμ. V, σελ 537, «όμοιον γαρ το εν τη δεξιά κοιλία της καρδίας αίμα και το κατά πάσας τας φλέβας όλω τω ζώω, καθάπερ γε και το κατά τας αρτηρίας απάσας όμοιόν εστι των κατά την αριστεράν κοιλίαν». Kuehn, τόμ..V, σελ. 572, «αίματος υγρού μεν την κράσιν, ερυθρού δε την χρόαν η πρώτη μεν εν ήπατι γένεσις, οχετοί δε παράγοντες τα και διανέμοντες αυτό παντί τω σώματι φλέβες. Αίματος δε ξανθού και λεπτού και λεπτομερούς και πνευματώδους η μεν πρώτη γένεσις εν τη της καρδίας αριστερά κοιλία, διανέμουσι δε και παράγουσιν εις όλον το ζώον αι αρτηρίαι το τοιούτον αίμα». Kuehn, τόμ. V, σελ. 551, «και μην τα σύμπαντα τέτταρα εστι στόματα, δύο καθ’ εκατέραν κοιλία, έν μεν εκ του πνεύμονος εισάγον το πνεύμα, το δ’ έτερον εξάγον μεν άμφω ταύτα κατά την αριστεράν κοιλία, υπόλοιπα δε δύο κατά την δεξιάν, εις μεν τον πνεύμονα το έτερον αίμα φερόμενον τε και διανεμόμενον, εις δε την δεξιάν κοιλίαν εκ του ήπατος εισάγον το έτερον». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 450, «και αρτηρίαι και φλέβες, και αι μεν ολίγου και λεπτού και ατμώδους αίματος, αι δ’ αυ φλέβες ελαχίστου και αύται πνεύματος, ομιχλώδους τε και παχέος». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 455, «συνανεστόμωνται μεν αι αρτηρίαι ταις φλεψί καθ’ όλον το σώμα, και μεταλαμβάνουσιν εξ αλλήλων αίμα και πνεύμα δια τινων αοράτων τε και στενών ακριβώς οδών». Επίσης, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 494, «τας δε των αρτηριών προς τας φλέβας αναστομώσεις η φύσις ουκ αργώς ουδέ μάτην εδημιούργησεν, αλλά υπέρ του την εκ της αναπνοής τε και των σφυγμών ωφέλειαν μη τη καρδία μόνη και ταις αρτηρίαις, αλλά και ταις φλεψί διαδίδοσθαι», ομοίως τόμ. ΙΙΙ, σελ. 495, «θαυμάζειν ουν χρη κανταύθα την πρόνοιαν της φύσεως, αγγείων τε διττών είδος εργασαμένης, αναστομωσάσης τε προς άλληλα τα γειτνιώντα αυτών πέρατα και προ τούτων αυτάς της καρδίας τας κοιλίας». Ο Γαληνός, «Περί χρείας σφυγμών», Kuehn, τόμ. V, σελ. 165, για τις αναστομώσεις αρτηριών-φλεβών, που εκφεύγουν τις αισθήσεις μας, υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να τις δούμε, αλλά το συμπεραίνει από το πείραμα που είχε κάνει σε μεγάλα ζώα, στα οποία η τρώση αρτηριών προκαλεί την κένωση του αίματος στις αρτηρίες και στις φλέβες. Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 602-603, «οποίαι μεν ουν κα’ όλον το σώμα εισίν αι αρτηρίαι, τοιούτον εκ της δεξιάς κοιλίας της καρδίας εκφυόμενο αγγείον εις όλον τον πνεύμονα κατασχίζεται… ώστε τριών διαπλεκόντων τον πνεύμονα, το μεν από της αριστεράς κοιλίας της καρδίας ορμώμενον αρτηρίαν φλεβώδη καλείσθαι, το δ’ από της δεξιάς αρτηριώδη φλέβα, το δε τρίτον αρτηρίαν τραχείαν, εκ χόνδρων συγκειμένην σιγμοειδών το σχήμα…αναπληρούνται δε τα μεταξύ των αγγείων υπό της του πνεύμονος ιδίας ουσίας, ήν οι περί τον Ερασίστρατο ονομάζουσι παρέγχυμα». Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 604-605, «εκ των εκφυομένων αγγείων αυτής (της καρδίας), ων το μεν εστιν η μεγίστη των αρτηριών, εν αριστεροίς δηλονότι μέρεσι, το δ’ έτερον εν τοις δεξιοίς, η αφ’ ήπατος αναφερομένη φλέψ. Αλλα δε δύο, περί ων αρτίως είπον, ων το μεν αρτηρίαν φλεβώδη, το δε αρτηριώδη φλέβα καλώ». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 457, «είς μεν γαρ χιτών και λεπτός ο της φλεβός, ούτε δ’ εις ούτε λεπτός ούτος ο της αρτηρίας, αλλ’ έστον γαρ αυτής δύο χιτώνες». Γαληνού, «Περί φλεβών και αρτηριών ανατομή», Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 816, «αρχή τούτων εστίν η αριστερά κοιλία της καρδίας. Εντεύθεν δε μία μεν εις τον πνεύμονα κατασχίζεται λεπτή και μονοχίτων, καθάπερ αι φλέβες. Ετέρα δε δύο χιτώνας έχουσα και παχεία, πολύ μείζων τήσδε, καθάπερ τι στέλεχος απασών ούσα των αρτηριών». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 445, «ως Ηρόφιλος ορθώς εστοχάσθαι δοκεί, την αρτηρίαν της φλεβός εξαπλασίαν αποφηνάμενος είναι τω πάχει». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 447, «το μεν αίμα παχύ και βαρύ και δυσκίνητον, το δεν πνεύμα λεπτόν και κούφον και ταχύ. Και κίνδυνος ήν οίχεσθαι διιπτάμενον αυτό τούτο ραδίως, ει μη παχέσι και πυκνοίς και πάντη στεγανοίς εφρουρήθη χιτώσιν». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 465, «ημείς μεν γαρ ερωτηθέντες, δια τι του πνεύμονος ενήγλλακται των αγγείων η φύσις, αρτηριώδους μεν γε της φλεβός αποτελεσθείσης, φλεβώδουε δε της αρτηρίας, αποκρινούμεθα την όντως τε και πρώτην αιτίαν, ότι βέλτιον ήν εν τούτω μόνω τω σπλάχνω στεγανήν με την φλένα, μανήν δ’είναι την αρτηρίαν». Kuehn, τόμ. V, σελ. 533, «εν ήπατι δε γίγνεται το αίμα, της θρεπτικής δυνάμεως αρχή τούτ’ έσται το σπλάχνον, ουχ η καρδία». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 496-497, «οι τοίνυν εν τη καρδία φαινόμενοι βόθυνοι κατά το μέσον αυτής μάλιστα διάφραγμα της ειρημένης ένεκα κοινωνίας εγένοντο»… «αλλ’ επεί πολύ κατά το μέσον διάφραγμα και τας εν αυτώ διατρήσεις εις την αριστεράν μεταλαμβάνεται κοιλίαν». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 496, «διότι τε προσλαμβάνει τι του παρά της δεξιάς κοιλίας αίματος η μεγάλη αρτηρία». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 497, «ευλόγως η εις τον πνεύμονα φλέψ εμφυομένη της εισαγούσης εις την καρδίαν το αίμα μείον εισί. Ωσαύτως δε και η εκ του πνεύμονος εις την καρδίαν αρτηρία παράγουσα το πνεύμα και αυτή πολύ μείων εστι της μεγάλης αρτηρίας». Kuehn, τόμ. V, σελ. 228-229, «κατά γαρ την αριστεράν κοιλίαν της καρδίας εκφύεται τις αρτηρία φλεβώδης το σώμα, το μεν πρώτον εις τοσαύτα μόρια σχιζομένη, όσοι περ αν ώσιν οι του πνεύμονος λοβοί. Μετά ταύτα δε ήδη καθ’ έκαστον αυτών εκάστη διανέμεται, εις πολλά γιγνομένη μόρια, μέχρι περ αν αναλωθή σύμπασα. Τοις δε εσχάτοις αυτής πέρασι παμπόλλοις ούσιν οίον περ δένδρου βλάσταις εις ταυτόν ήκει τα της τραχείας αρτηρίας πέρατα τον αυτόν τρόπον εις όλον το σπλάχνον μερισθείσης, όν περ η φλεβώδης αρτηρία». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 520, «η τραχεία αρτηρία…μετά των από της καρδίας αγγείων εις άπαντας αυτού τους λοβούς διανεμομένη». Kuehn, τόμ. V, σελ. 532, «ει δε τις οίεται της μεν δυνάμεως ταις φλεψί χορηγόν την καρδίαν, της δ’ ύλης το ήπαρ, εντεύθεν γαρ ορμάσθαι το αίμα, και δια τούτ’ ευρυτέραν είναι την κάτω κοίλην της άνω, διότι πλείω μόρια τα κάτω του ήπατος εστιν, οις αναγκαίον εστιν άπασι χορηγείσθαι τροφήν». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 462, «ως γαρ δη φλέβες εξ ήπατος άρχονται, ούτω και αρτηρίαι εκ της καρδίας», τόμ. ΙΙΙ, σελ. 297, «το ήπαρ…των φλεβών εστιν αρχή και της του αίματος γενέσεως αίτιον», τόμ. V, σελ. 564, «το μεν δη ήπαρ αρχή τε άμα και τελευτή συναπασών έστι των φλεβών», και τόμ. V, σελ. 573, «ως εσφάλησαν οι και την καρδίαν αρχήν ειπόντες είναι των φλεβών επιδέδεικται». Kuehn, τόμ. V, σελ. 199, «ούτως γαρ οίμαι και τον Ιπποκράτην προεικάσαντα ρίζωσιν αρτηριών απιφαίνεσθαι , την καρδίαν, ώσπερ αμέλει των φλεβών το ήπαρ», και σελ. 531, «και μοι δοκεί και Ιπποκράτης, εντεύθεν επί τα ζώα μεταφέρων τούνομα, ρίζωσιν ειρηκέναι των μεν αρτηριών την καρδίαν, των δε φλεβών το ήπαρ». Kuehn, τόμ. V, σελ. 538-539, «ου μόνον γαρ ουδεμία φαίνεται φλέψ εκ καρδίας εις τα κάτω μόρια φερομένη, πλην της εξ ήπατος αναφερούσης το αίμα, αλλ’ουδ’ εις το άνω καρδίας αφικνείται φλέψ ουδεμία. Φαίνεται γαρ η κοίλη φλέψ από του ήπατος ευθύ των σφαγών αναφερομένη, και ταύτης αποβλάστημά τι το εις την καρδίαν εμφυόμενον, ουκ εξ εκείνης αυτή. γνώρισμα δ’ εναργέστερον εστι το κατά μεν αρτηρίαν την μεγάλην το θεωρούμενον, αν τινα βουλοίμην ούτως επί την κοίλην έρχεσθαι φλέβα. Μία γαρ αρτηρία μεγίστη της αριστεράς κοιλίας εκφύσασα, σαφή σχίσιν εις αμφοτέρας ποιείται τας αρτηρίας, ήν τε ανω προς την κεφαλήν, ην τ’ επί την ράχιν ορώμεν καταφερομένη. Ούτως δ’ ουν εχρήν και την εκ της δεξιάς κοιλίας εκφυομένην φλέβα σαφή την νομήν έσχειν εις άμφω τα μέρη. Φαίνεται δ’ουχ ούτως, αλλ’ από της αναφερομένης εξ ήπατος εις καρδίαν αποσχίζεται. Πώς ουν έτι δυνατόν εστι την δεξιάν κοιλίαν της καρδίας υπολαβείν είναι φλεβών αρχή, ώσπερ την αριστεράν αρτηριών;» . Kuehn, τόμ. V, σελ. 657, «απασών δε από μιας φλεβός πεφυκυιών, της επί πύλαις ήπατος, αύθις δε εκ του ήπατος εκφυομένης μεγίστης φλεβός, ήν κοίλην ονομάζουσιν, ής ώσπερ κλάδοι τινές σχίζονται φλέβες άλλαι πάντη του σώματος φερόμεναι». Γαληνού, «Περί φλεβών και αρτηριών ανατομής», Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 785-786, «εντεύθεν δε εις όλον το ήπαρ αφικνείται φερομένη δια των εις τους λοβούς αυτού κατασχιζομένων φλεβών. Εντεύθεν δε αύθις εις ετέρας μεταλαμβάνεται φλέβας, εν τοις κυρτοίς του ήπατος τεταγμένας, αποφυομένας δε άλλης μεγίστης φλεβός, ήν δι’ αυτό τούτο κοίλην ονομάζουσιν. Από ταύτης δε και αι εις όλον το σώμα παράγουσαι το αίμα φλέβες διεκφύονται». Kuehn, τόμ. V, σελ. 532, «η κοίλη φλέψ εστιν, εκ μεν των κυρτών του ήπατος εκπεφυκυία, φερομένη δ’ εκ του ήπατος ευθεία προς εκάτερα του ζώου τα μέρη, το τε άνω και κάτω. Ευρύτατον με ουν αυτής εστι το κάτω του ήπατος, ήττον δ’ ευρύ το δια των φρενών ανατεταμένον, έλαττον δε αμφοτέρων το τη καρδία εμφυόμενον. Καίτοι, είπερ είη η καρδία της κοίλης φλεβός, ως και της μεγάλης αρτηρίας, αρχή, μέγιστον αν ην, οίμαι, το συνεχές αυτής μέρος». Kuehn, τόμ. V, σελ 563, «ότι μεν ουν ούτε της πρώτης γενέσεως των φλεβών, ούτε της μετά ταύτα διοικήσεως εστιν αρχή η καρδία, δέδεικται σαφώς». Kuehn, τόμ. V, σελ. 555, «άπασαι γαρ αι κατά το χορίον φλέβες, αι συνάπτουσαι τη μήτρα το κυούμενον, αποβλαστήματα εισί μιας μεγίστης φλεβός εξ ήπατος ωρμημένης». Kuehn, τόμ.. ΙΙΙ, σελ. 510-511, «βρόχοις ταις κατά τον ομφαλόν αρτηρίαις περιβάλοις, αι κατά το χόριον άσφυκτοι πάσαι γενήσονται, των κατ’ αυτό το έμβρυον έτι σφυζουσών. Ει δε δη και ταις φλεψί ταις κατά τον ομφαλόν επιβάλοις τους βρόχους, ουκ αν ουδέ αι κατά το έμβρυον αρτηρίαι σφύζοιεν αν έτι. Καν τώδε δήλον άμα μεν, ως η κινούσα τας κατά το χόριον αρτηρίας δύναμις από της του κυουμένου καρδίας ορμάται». Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 504, «επί γαρ τοι των εμβρύων φασίν ουκ εκ του πνεύμονος εις την καρδίαν, αλλ’ εξ εκείνης εις τον πνεύμονα φέρεσθαι το πνεύμα. Μηδέπω γαρ αναπνέοντος του ζώου δια στόματος, αλλ’ έτι παρά της μήτρας, ώσπερ της τροφής, ούτω και του πνεύματος χορηγουμένου δια των κατά τον ομφαλόν αγγείων». Kuehn, τόμ.. V, σελ. 657, «αύθις δε εκ του ήπατος εκφυομένης μεγίστης φλεβός, ην κοίλην ονομάζουσιν, ης ώσπερ κλάδοι τινές σχίζονται φλέβες άλλαι πάντη του σώματος φερόμεναι. Εξ ων επεραίνετο η των φλεβών αρχή το ήπαρ υπάρχειν, ώ πάλιν είπετο, και της κοινής προς τα φυτά δυνάμεως αρχήν είναι τούτο το σπλάχνον, ήντινα δύναμιν ο Πλάτων επιθυμητικήν ονομάζει. Αύτη μεν απόδειξις μία του το ήπαρ αρχήν είναι της επιθυμητικής δυνάμεως των φλεβών». Kuehn, τόμ. V, σελ. 657-658, «την γαρ εκ των κυρτών του ήπατος εκφυομένην φλέβα την κοίλην ένιοι φασί της δεξιάς εν τη καρδία κοιλίας εκπεφυκέναι. Είπερ ουν απ’ εκείνης ανάλογον κλάδοις αι κατά το σώμα παν αποσχίζονται φλέβες, είη αν απασών αυτών αρχή η καρδία. Αλλ’ αι γ’ εκ των σιμών του ήπατος ανάλογον ρίζαις εις την γαστέρα, την τε νήστιν και το λεπτον έντερον, και το τυφλόν, και το κώλον, εις τε το απευθυσμένον, ονομαζόμενον και τον σπλήνα και το επίπλοον ήκουσαι φλέβες ουκ από ταύτης πεφύκασιν, αλλ’ εστιν ετέρα φλέψ απασών τούτων αρχή κατά τας πύλας του ήπατος τεταγμένη. Πώς ουν έτι αρχή των φλεβών η δεξιά της καρδίας έσται κοιλία, μήτε των ειρημένων φλεβών, μήτε προς αυταίς των εν τοις σιμοίς του ήπατος συναπτομένων τη καρδία; Ήπαρ δε και ταύταις απάσαις συνήπται ταις φλεψί και ταις καθ’ όλον το σώμα δια της εκ των κυρτών αυτού μερών εκπεφυκυίας, ήν οι μεν πλείστοι των ιατρών κοίλην ονομάζουσι δια το μέγεθος…όθεν εκπέφυκεν αύτη». Kuehn, τόμ. V, σελ. 658, «εάν την δεξιάν της καρδίας κοιλίαν αρχήν υποθώμεθα της κοίλης φλεβός, εναντίως έσται τω φαινομένω και εν ταις των ιχθύων ανατομαίς ευρισκομένω. Ουδενός ουν αυτών η καρδία δεξιάν έχει κοιλίαν, ότι μηδέ πνεύμων εστί τοις ζώοις εκείνοις». Kuehn, τόμ. V, σελ. 659-660, «οράται γαρ από των κυρτών του ήπατος άχρι των σφαγών άπαν μεν αυτής το δεξιόν μέρος ευθεία μια άκλαστον φυλάττον αυτήν, εκ δε των αριστερών απόφυσις εις την δεξιάν κοιλίαν της καρδίας γιγνομένη, ήντινα φλέβα νομίζουσιν ένιοι πρέπνον, ως αν είποι τις, είναι των καθ’ όλον το σώμα φλεβών. Ει δε περήν αληθές τούτο, πάντως αν εσχίζετο και αύτη μετά την έκφυσιν ωσαύτως τη μεγάλη αρτηρία, ήν ομολογουμένως απασών των καθ’ όλον το ζώον αρτηριών αρχήν ούσαν ιδείν έστι κατά το πρώτον εκφύναι της καρδίας δίχα σχιζομένην, όπως των μερών αυτής το μεν έτερον άνω, τα δε έτερον ενεχθείη κάτω του σώματος. Ώστε και ει η κοίλη φλέψ της καρδίας εφύετο, πάντως αν και αύτη παραπλησίως τη αρτηρία δίχα σχιθείσα τω μεν ετέρω μέρει προς τας σφαγάς ανηνέχθη, τω δε ετέρω κατηνέχθη προς το ήπαρ. Ου μη φαινομένου δήλον εστιν, ουδέ εκ της καρδίας αυτήν άρχεσθαι». Kuehn, τόμ. V, σελ. 522, «εναργέστερον δ’ εστίν από των φλεβών άρξασθαι και ζητήσαι, πότερον και τούτων εστίν αρχή το ήπαρ, ως αρτηριών με η καρδία, των νεύρων δ’ ο εγκέφαλος, ή καθάπερ ένιοι νομίζουσιν, ου ταις αρτηρίαις μόναις, αλλά και ταις φλεψίν επιπέμπει τας φυσικάς δυνάμεις η καρδία». Kuehn, τόμ. V, σελ 552, «Ερασιστράτου…αποφηναμένου και αρτηριών και φλεβών είναι την καρδίαν» και «πάσαι περαίνουσιν εις την καρδίαν αι φλέβες, αρχήν αυτών οίον τε την καρδίαν αυτήν ειπείν». Ο Matthew Megill, «Galen and Circulation», (www.ablemedia.com/ctcweb/showcase/Megill 1.html) υποστηρίζει ότι η φιλοσοφική αντίθεση του Γαληνού στις αντιλήψεις των Στωικών για την καρδιά ήταν η αιτία να μην δώσει σημασία στη λειτουργία καρδιάς ως αντλίας και να διατυπώσει την κυκλοφορία του αίματος. Kuehn, τόμ. V, σελ. 199, «ούτως γαρ οίμαι και τον Ιπποκράτην προσεικάσαντα ρίζωσιν αρτηριών αποφαίνεσθαι την καρδίαν, ώσπερ αμέλει των φλεβών το ήπαρ», και ομοίως στη σελ. 531, «ο Ιπποκράτης… ρίζωσιν ειρηκέναι των μεν αρτηριών την καρδίαν, των δε φλεβών το ήπαρα». Kuehn, τόμ. V, σελ. 573, «και ο Πλάτων την καρδίαν έλεγεν πηγήν του περιφερομένου κατά πάντα μέλη σφοδρώς αίματος». Θα πρέπει να προσθέσουμε με την ευκαιρία ότι ο Αδαμάντιος Κοραής επισημαίνει ότι κατά τη μετάφραση του συγκεκριμένου χωρίου του Πλάτωνος στα λατινικά δεν αποδόθηκε σωστά από τον μεταφραστή ο όρος «περιφερομένου αίματος». Συγκεκριμένα τονίζει ότι «ουδείς ουδεπόποτε παρά τούτον ερμήνευσε το περιφερομένου δια του mamantis, διότι μόνο οι περί τα ελληνικά γράμματα αμβλείς αγνοούσιν ότι η ελληνική μετοχή ακριβώς και κατά στάθμην αντιστοιχεί προς την λατινικήν circumacti ή circulati», Αδ. Κοραή, Πυρετολογίας σύνοψις, μετάφρασις εκ του Λατινικού υπό Θεαγένους Λιβαδά, έκδοσις Δ. Θερειανού, Αδαμάντιος Κοραής, Τεργέστη 1890, τόμ. 3, σελ. ι΄. Γαληνού, «Περί φλεβών και αρτηριών ανατομή», Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 804, «εις έκαστον μυν αρτηρία και φλέψ εμβάλλει», και σελ. 829, «αρτηρία δε χωρίς φλεβός εστίν η εκ της παρωτίδος ανιούσα». Γαληνού, «Θεραπευτικής Μεθόδου», βιβλίον Ε΄, Kuehn, τόμ. Χ, σελ. 318-319, «και μέντοι καν ει δια συχνού βάθους είη το αιμορραγούν αγγείον, ακριβέστερον αν καταμάθοις την τε θέσιν αυτού και το μέγεθος. Και πότερα φλέψ, ή αρτηρία εστί. Μετά δε ταύτα διαπείρας αγκίστρω ανατεινέτω τε και περιστρεφέτω μετρίως. Μη επισχεθέντος δ’ εν τώδε του αίματος, εις μεν φλέψ είη, πειράσθω χωρίς βρόχου στέλλειν το αίμα των ισχαίμων τινι φαρμάκων. Άριστα δ’ αυτών τα εμπλαστικά, συντιθέμενα δια τε της φρυκτής ρητίνης και αλεύρου πυρίνου χνου και γύψου και όσα τοιαύτα. ει δε αρτηρία εστί, δυοίν θάτερον, ή βρόχον περιθείς, ή όλον διακόψας το αγγείον, εφέξεις το αίμα. Βρόχον δ’ αναγκαζόμεθά ποτε και ταις μεγάλαις περιτιθέναι φλεψίν, ώσπερ γε και διατέμνειν πότ’ αυτάς όλας, εγκαρσίας δηλονότι. Κατασταίη δ’ αν τις εις ανάγκην τούδε κατά τας εκ πολλού βάθους ορθίας αναφερομένας, και μάλιστα δια στενοχωρίας τινός ή μερών κυρίων. Ανασπάται γαρ ούτως εκάτερον το μέρος εκατέρωθεν, και κρύπτεται και σκέπεται προς των επικειμένων σωμάτων η τρώσις. Ασφαλέστερον δ’ άμφω ποιείν, βρόχον με τη ρίζη περιτιθέναι του αγγείου, τέμνειν δε τουντεύθεν. Ρίζαν δ’ αγγείου καλώ το πρότερον αυτού μέρος, ήτοι τω ήπατι συνάπτον ή τη καρδία». Βλ. C.R.S. Harris, The heart and vascular system in ancient Greek Medicine. Fron Alcmaeon to Galen, Oxford at the Carendon Press, 2001, σελ. 267-396, και εδώ στη σελ. 389. Στην εκτενή αυτή εργασία παρατίθενται σε υποσημειώσεις τα κείμενα του Γαληνού στα ελληνικά και εκτίθενται όλες οι σχετικές με το θέμα ιδέες και πειραματικές εργασίες του. Με την ευκαιρία προσθέτουμε ότι εσφαλμένα κατά το παρελθόν ΄Ελληνες συγγραφείς έχουν υποστηρίξει ότι ο Γαληνός είχε διατυπώσει την κυκλοφορία του αίματος, ίσως παρασυρμένοι από τις τόσες παρατηρήσεις του για τη λειτουργία της καρδιάς και των αγγείων. Βλ. Κωνστ. Γ. Λαμέρας, Γαληνού Περί κράσεων, έκδοση Πάπυρος, Αθήνα 1938, Εισαγωγή, σελ. 13-15. Κωνστ. Ι. Μητρόπουλος, Αρχαίαι ιατρικαί γνώσεις ως σύγχρονοι επινοήσεις, Β΄ έκδοση, Αθήνα 1954, σελ. 21-29. |
Created by WebLines
2004
|